Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

για τον Κοτρώτση από τη Στράντζαλη

Η εκδρομή μας στη Θεσσαλονίκη -Στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1944-45 πραγματοποιήσαμε μια εκδρομή μαμούθ για την εποχή εκείνη. Τα περισσότερα παιδιά λόγω φτώχειας δε θα λαμβάναμε μέρος στην εκδρομή, αν ο δάσκαλός μας δεν περνούσε κάθε απόγευμα από τα σπίτια μας να πείσει τους γονείς μας ότι η εκδρομή δεν γίνεται μόνο για λόγους ψυχαγωγίας, αλλά έχει διδακτικό σκοπό και νόημα. Δεν βαρέθηκε να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι μέχρι που τους έπεισε όλους, ακόμη και τη μητέρα μου, η οποία δυσκολεύτηκε πολύ να συγκεντρώσει τις λίγες δραχμές που χρειάζονταν. -Ένα πρωινό του Ιουνίου, που το περιμέναμε με πολλή αγωνία, το φορτηγό του Ντοκούτση στάθηκε έξω από το σχολείο μας. Εμείς όλοι παρόντες με τις πάνινες σχολικές τσάντες που μετατράπηκαν σε σακ βουαγιάζ, όπως η ώρα το απαιτούσε. Των αγοριών οι τσάντες είχαν ένα μεγάλο λουρί και τις κρεμούσαν στον ώμο τους, ενώ οι δικές μας δύο πάνινα λουράκια για να τις κρατάμε στο χέρι. Ακόμη δεν είχαν κυκλοφορήσει στο χωριό μας τσάντες από πλαστικό. Ηλικιωμένος και έμπειρος ο οδηγός, ορεξάτοι οι δύο δάσκαλοι συνοδοί μας, ο Μιχαήλ Γεωργάκης και ο Γεώργιος Κοτρώτσιος, νέοι και τολμηροί. Η αγάπη για τους μαθητές τους και ο πατριωτισμός τους, φαντάζομαι, τους ώθησε να πραγματοποιήσουν αυτή την εκδρομή σε μια εποχή τόσο δύσκολη, φριχτή. Ακόμη οι νάρκες του πολέμου ήταν κρυμμένες στους δρόμους, στους θάμνους, στα χωράφια. -Ο δρόμος Δράμας – Θεσσαλονίκης φαίνονταν ατέλειωτος τότε, γιατί ήταν ένας υποτυπώδης δρόμος και το φορτηγό δεν μπορούσε ν’ αναπτύξει ταχύτητα. Στις δύο πλευρές του το φορτηγό είχε ξύλινα παγκάκια για να καθόμαστε και ήταν εντελώς ξέσκεπο. Δε μας έφτανε ο αέρας που παίρναμε καθώς καθόμασταν στα παγκάκια, μαλώναμε και ποιος θα πιάσει θέση μπροστά στο φορτηγό, να είναι όρθιος, για να έχει περισσότερο αέρα και να βλέπει καλύτερα. Τι σκληραγωγημένα παιδιά ήμασταν όλα τότε! Ακόμη και με γυφτάκια θα μπορούσαμε να συγκριθούμε. Μερικοί από μας ανέλαβαν την υποχρέωση να καταγράφουν τα ονόματα των χωριών που περάσαμε όταν πηγαίναμε από το δρόμο της Καβάλας και όταν γυρίζαμε μέσω Αλιστράτης. -Χαρακτηριστική είναι η στιγμή κατά την οποία σε μια στροφή πριν από την Ασπροβάλτα φάνηκε μπροστά μας η θάλασσα, την οποία εμείς φανταζόμασταν σαν μια μεγάλη γκιόλα. Δεν είχαμε ξαναδεί θάλασσα. Ο κύριός μας άρχισε να χαμογελά, να μας κοιτάζει στα μάτια και να λέει κουνώντας τα χέρια του με κείνο τον χαρακτηριστικό τρόπο που ποτέ δε θα ξεχάσω: «τι προσέχετε; Τι προσέχετε;» «Θάλασσα, θάλασσα», φώναξαν μερικοί και όλοι μείναμε έκθαμβοι μπροστά της. -Ώστε αυτή ήταν η θάλασσα που τόσα χρόνια βλέπαμε πάνω στο χάρτη του σχολείου μας! Τόσο μεγάλη, τόσο γαλάζια και όμορφη ήταν η θάλασσα, που ποτέ δε θα μπορούσα να τη φαντασθώ, όπως εκείνη τη στιγμή την έβλεπαν τα μάτια μου. Πιο πέρα ένα νησάκι, που τόσον καιρό κάναμε να μάθουμε τι λέγεται νησί: «Ένα κομμάτι στεριάς που βρέχεται ολόγυρα από τη θάλασσα», έγραφε η Γεωγραφία μας. Μα πώς να καταλάβω εγώ τι είναι νησί, όταν δεν ξέρω τι είναι θάλασσα; -Αχ, τι πράγματα παράξενα είδαμε όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη! Σπίτια τριώροφα και τετραώροφα, δρόμους ασφαλτοστρωμένους, πάρκα με ζώα που δεν είχαμε ξαναδεί, αυτοκίνητα, καταστήματα και τόσα άλλα. -Το φορτηγό μας κατέβασε σε μία πλατεία –πρέπει να ήταν η Πλατεία Δικαστηρίων. Ήμασταν όλοι μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, να μη χαθούμε. Κάποιος διέκρινε ψηλά σε ένα παράθυρο μια γριούλα που μας πρόσεχε και του φάνηκε παράξενο: «Μια κουκουβάγια, παιδιά, μια κουκουβάγια», φώναξε και γυρίσαμε όλοι προς το μέρος της γριούλας. Γέλια που κάναμε μ’ εκείνη την «κουκουβάγια»! -Μέσα στην πόλη κυκλοφορούσαμε με γραμμή τρεις τρεις πιασμένοι από το χέρι, ο ένας κύριος στην πρώτη σειρά, ο άλλος στην τελευταία. Δεν ντρέπονταν οι δάσκαλοι που μας έσερναν μέσα στην πόλη εμάς τα χωριατόπαιδα και γύριζαν όλοι και μας έβλεπαν. Αντιθέτως πρέπει να ήσαν υπερήφανοι για το έργο που επιτελούσαν εκείνες τις ημέρες. -Είναι σαν να τους βλέπω μετά από τόσα χρόνια να μας οδηγούν σ’ ένα τόπο άγνωστο, με όρθιο όμως το κορμί, με ψηλά το κεφάλι, ένδειξη ότι καμάρωναν γιατί εκτελούσαν ένα ιερό καθήκον απέναντι στους μαθητάς τους, αλλά και στην πατρίδα τους και στην κοινωνία ολόκληρη. Η ευθύνη τους πολύ μεγάλη, αλλά και η αποστολή τους μεγάλη και ιερή. -Η ξενάγηση που μας έκαναν πολύ σημαντική και σπουδαία. Ανεβήκαμε στο τραμ που διέσχιζε τότε την Εγνατία, μπήκαμε σε βαποράκι και βγήκαμε στην απέναντι παραλία, επισκεφθήκαμε εργοστάσια υφαντουργίας, σιγαρέττων, τυπογραφεία εφημερίδων, επισκεφθή-καμε αξιόλογες εκκλησίες, όπως τον Άγιο Δημήτριο, τη Μονή Βλατάδων, όπου είδαμε παγώνια για πρώτη φορά, ήπιαμε νερό από τη βρύση που έγραφε: «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν». -Είδαμε τόσα πολλά πράγματα σε τόσο λίγες μέρες, που δε μπορούσαμε ούτε να τα φαντασθούμε. -Κοιμηθήκαμε για πρώτη φορά σε ξενοδοχείο, λέγονταν «Βαλκάνια», νομίζω, και βρίσκονταν στην αρχή της Εγνατίας οδού. Για πρώτη φορά βλέπαμε σύγχρονες τουαλέττες και δεν ξέραμε πώς τις χρησιμοποιούν. Θυμάμαι, εμείς τα κορίτσια ανεβαίναμε επάνω… Δεν έμοιαζαν καθόλου με τα καμπινέ του χωριού μας. … Γελούσαμε…. Κοροϊδεύαμε… -Τα πρωινά βγαίναμε στα μπαλκονάκια και παρακολουθούσαμε τη μεγάλη κίνηση των αυτοκινήτων. Κάποιο αγόρι μας είπε: «Παιδιά, κοιτάξτε τι πολλά αυτοκίνητα που περνούν. Δεν προλαβαίνω να μετρήσω ως τα δέκα και να, περνάει αυτοκίνητο». Αρχίσαμε όλοι να μετράμε: ένα, δύο τρία…..δέκα, κι αμέσως ένα αυτοκίνητο διέσχιζε την Εγνατία. Τόσο λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν τότε στη Θεσσαλονίκη. -Η πιο σημαντική επίσκεψη που κάναμε ήταν η επίσκεψή μας στο Λευκό Πύργο. Όχι μόνο που τον είδαμε από κοντά, αλλά ανεβήκαμε και επάνω, ατενίσαμε από τον εξώστη του όλη τη Θεσσαλονίκη, τον Θερμαϊκό Κόλπο με τα καταγάλανα νερά του, με τα βαποράκια αγκυροβολημένα στο πανέμορφο λιμάνι της πόλης. Κάποιος θα έχει ακόμη μια φωτογραφία. Κανείς δε θα μπορούσε τότε να φαντασθεί τον επερχόμενο θάνατο της Νύμφης του Θερμαϊκού και της μόλυνσης του Κόλπου εξαιτίας της βιομηχανικής ρύπανσης και της αστυφιλίας. -Καθόλου δεν μοιάζει τώρα η Θεσσαλονίκη με κείνη την παλιά πόλη που είδαμε στην παιδική μας ηλικία. Διώροφα και τριώροφα σπίτια, αρχοντικά με λουλούδια και δέντρα περιτριγυρισμένα από ψηλούς τοίχους και ξύλινες βαριές πόρτες. Σήμερα τη θέση των αρχοντικών πήραν οι πολυκατοικίες, τα διαμερίσματα που μοιάζουν με κουτιά και κλείνουν μέσα τους ανθρώπους, που τους αποξενώνουν ολοένα και περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, από το περιβάλλον τους. Ανοίγουν οι άνθρωποι τα παράθυρα ν’ αναπνεύσουν και τους έρχεται η μυρωδιά των σκουπιδιών και της αιθάλης των αυτοκινήτων και των εργοστασίων. -Ευτυχώς η εκδρομή μας είχε αίσιον τέλος. Όλα τα παιδιά σώα και γερά ξαναμπήκαμε στο φορτηγό για την επιστροφή. Όλοι χαρούμενοι: οι δάσκαλοι γιατί έφεραν σε πέρας την αποστολή τους, τα παιδιά χαρούμενα για τις εμπειρίες που έζησαν, γι’ αυτά που έμαθαν, γι’ αυτά που είδαν. Ιούνιος 1946, Ιούνιος 1993: πέρασαν πενήντα χρόνια σχεδόν από τότε που πραγματοποιήθηκε αυτή η αξέχαστη εκδρομή. -Οι αείμνηστοι δάσκαλοί μας Μιχαήλ Γεωργάκης και Γεώργιος Κοτρώτσος δε ζούνε πλέον. Πιστεύω πως βρίσκονται κι οι δυο στον Παράδεισο, γιατί έκαναν πολύ σωστά το καθήκον τους απέναντι σ’ εμάς, στην πατρίδα, αλλά και στη θρησκεία. Μετά το τέλος της εκδρομής ήρθε και το τέλος του σχολικού έτους. Tο Φροντιστήριο -Μετά από τη σχολική εκδρομή ήρθε και το τέλος του σχολικού έτους. Μετά από τις γραπτές εξετάσεις που υποστήκαμε κάναμε και τη σχολική μας γιορτή και πήραμε και τίτλους σπουδών, που για τους περισσότερους δεν έγραφαν «ενδεικτικόν» αλλά «απολυτήριον». Το δικό μου χαρτί έγραφε Απολυτήριον με άριστα δέκα. Ήμουν τότε δεκατριών χρόνων και τόσο πολύ φτωχιά, που δε μπορούσα να διανοηθώ το Γυμνάσιο ή και παραπέρα. Τα παιδιά που θα πήγαιναν στο Γυμνάσιο έπρεπε να πάνε σε λίγο καιρό να δώσουν γραπτές και προφορικές εξετάσεις• δεν ήταν τότε εύκολα τα πράγματα, όπως σήμερα, δεν ήταν «ξέφραγα αμπέλια» τα Γυμνάσια ούτε υπήρχαν Γυμνάσια στα χωριά. -Ένα Γυμνάσιο υπήρχε στη Δράμα, το Γυμνάσιο Αρρένων, και εξακολουθεί να είναι το καμάρι της περιοχής, μπροστά από το γήπεδο της Δόξας. -Αρκετοί συμμαθητές μου θα έδιναν εξετάσεις και πολύ λίγα κορίτσια. Τα περισσότερα παιδιά δεν είχαμε οικονομικές δυνατότητες. Πολλοί πατεράδες, όπως ο πατέρας της ξαδέλφης μου, δεν ήθελαν να πάνε οι κόρες τους στο Γυμνάσιο, για να μην πάρουν «κακό δρόμο». Εγώ δεν είχα πατέρα, ήμουν ορφανή από τα επτά μου χρόνια, αλλά δε μπορούσα να πάω πέρα από το Δημοτικό λόγω φτώχειας. Ένα βράδυ, θυμάμαι, την ώρα που γύρισε η μάνα μου από το χωράφι, ήρθε ο δάσκαλος στο σπίτι μας και κουβέντιασαν αρκετή ώρα μέσα στην αυλή. Της έλεγε να με στείλει κι εμένα στο Γυμνάσιο, να μην με αδικήσει, γιατί ήμουν « καλή μαθήτρια». Αυτό συνέβη αρκετές φορές και επείσθη η μάνα μου να μ’ αφήσει να δώσω εξετάσεις και μετά «βλέποντας και κάνοντας». -Εκείνο το καλοκαίρι έμεινε στο χωριό μας ο κ. Κοτρώτσιος, ο δάσκαλος της Δ΄ τάξης, γιατί δεν είχε οικογένεια και δεν υπήρχε λόγος να πάει στο χωριό του το Δοξάτο. Ήταν κι αυτός του Ορφανοτροφείου και τον σπούδασε το κράτος λόγω των φιλότιμων προσπαθειών του και της εξαιρετικής διαγωγής που επέδειξε. Τους γονείς του τους είχαν σφάξει οι Βούλγαροι στον προηγούμενο πόλεμο κι αυτόν τον σούβλισαν όπως ήταν τυλιγμένος στα σπάργανά του, αλλά μόνο τραυματίστηκε, δεν πέθανε. Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι, άκουσαν οι γείτονες το κλάμα του μωρού, έτρεξαν και του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και μετά το πήγαν στο Ορφανοτροφείο. -Αυτός ήταν ο κ. Γεώργιος Κοτρώτσιος, ένα παιδί που δεν γνώρισε γονείς και που μισούσε τους Βουλγάρους περισσότερο από κάθε τι στη ζωή του. Θυμάμαι τα τραγούδια που είχε διδάξει στους μαθητάς του. Τραγούδια που εξυμνούσαν τη μητέρα, όπως το παρακάτω: Δεν έχει τ’ ορφανό, δεν έχει μητέρα για να τ’ αγαπά, για τούτο μες στους δρόμους τρέχει και μπρος στους άλλους σταματά κλπ. -Ήταν γραμμένο και μελοποιημένο από τον ίδιο και, όταν το τραγουδούσε, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Χρωστάω πολλά στον αείμνηστο Γεώργιο Κοτρώτσιο, γιατί μου έδωσε θάρρος και αυτοπεποίθηση με τα «μπράβο» και τα «εύγε» του για τις ωραίες εκθέσεις μου ή για τις λύσεις των προβλημάτων που μας έβαζε. -Στο συμμοριτοπόλεμο επιστρατεύθηκε για δεύτερη φορά σαν αξιωματικός του ελληνικού στρατού και πολέμησε στο Γράμμο και στο Βίτσι, για να μη πέσει η Ελλάδα στα χέρια των κομμουνιστών που είχαν γίνει σύμμαχοι των Βουλγάρων, των φονιάδων του πατέρα και της μητέρας του. Του είχα γράψει – από ευγνωμοσύνη – ένα γράμμα, γιατί τον αγαπούσα πάρα πολύ για την προσπάθεια που έκανε για μας ολόκληρο το καλοκαίρι του 1946, για να μας βοηθήσει να πετύχουμε στις εξετάσεις του Γυμνασίου το φθινόπωρο. -Ήμουν τότε μαθήτρια της Β΄ ή της Γ΄ Γυμνασίου. Μου απάντησε με μια επιστολή γεμάτη πατρικές συμβουλές, γεμάτη πατριωτισμό, που θα μου μείνει αξέχαστη. Στο τέλος έγραφε: «Την Κυριακή που θα πας στη Εκκλησία, να παρακαλέσεις τον ιερέα να διαβάσει το όνομα Γεώργιος». Ήταν ο καλύτερος φίλος και συμπολεμιστής του εκεί στο μέτωπο και σκοτώθηκε πριν από λίγες μέρες… -Όλα τα παιδιά τον περιμέναμε να ξανάρθει στο χωριό, να τρέξουμε να του φιλήσουμε με σεβασμό το χέρι για τα γράμματα που μας έμαθε αλλά και για τις μάχες που έδωσε για μας και για την πατρίδα. Όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ ούτε ακούστηκε ποτέ ούτε μεταξύ των νεκρών ούτε μεταξύ των αγνοουμένων. Το μίσος του για τους Βουλγάρους αλλά και για τους κομμουνιστάς τον έκανε να πολεμήσει και να χάσει τη ζωή του για την ελευθερία της πατρίδος. Τον θυμάμαι κάθε φορά που γράφω ονόματα νεκρών στα ψυχοχάρτια και γράφω μαζί με τους δικούς μου και το όνομά του, Γεώργιος, σαν να ήταν ο πατέρας μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου