Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Για τον Ηλία τον Δοξατινό

 




Η εφημερίδα και όλη η κοινωνία του Δοξάτου έχασε ένα συνεργάτη, ένα φίλο, ένα "Δοξατινό".

Καλοκαίρι του 2002 βρεθήκαμε στο Δοξάτο με την αδελφή του Ζωή. Καλεσμένοι στο γάμο της Δέσποινας.  Συνεργάτης της εφημερίδας μας από το ξεκίνημά της το 2001.  Κάθε γράμμα του ήταν και μια έκπληξη. Έζησε όμορφα χρόνια της νιότης στο Δοξάτο και αυτό τον σημάδεψε. Έζησε στην Αθήνα δημιουργώντας μια πολύ καλή οικογένεια. Ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου "Των εν Αθήναις Δοξατινών, το ηρωικό Δοξάτο¨. Υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του Συλλόγου. Όλη του η ζωή ήταν το αγαπημένο του χωριό, το Δοξάτο. Κατέγραψε πολλά, μας τα εμπιστεύτηκε, και εμείς τα δημοσιεύαμε. Οι αναγνώστες της εφημερίδας  αγάπησαν τον μεστό του λόγο και την λογοτεχνική του γραφή. Διέσωσε πραγματικά πολλά στοιχεία της ιστορίας και της παράδοσης του όμορφου και συνάμα μαρτυρικού τόπου μας.

Η μνήμη του για όλο αυτό το έργο του και την προσφορά του στο Δοξάτο είναι αιώνια!

 

Δωδέκατο  παιδί της οικογενείας Τζιτζιμπάση. Ο παπά-Παντελής ήταν εφημέριος στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Απέκτησε 12 παιδιά από τα οποία έζησαν τα τρία τελευταία. Η γαστρεντερίτιτδα και ο Δάγγειος πυρετός ήταν η κυριότερη αιτία θνησιμότητας την εποχή εκείνη. Δέκατη ήταν η Ζωή για να ζήσει πολλά χρόνια, όπως και έγινε. Παντρεύτηκε με πελοποννήσιο αστυνομικό και έζησε στην Αθήνα. Στη συνέχεια ο Πολυχρόνης για να έχει πολλά χρόνια και αυτός, και ο Βενιαμίν Ηλίας. Η οικογένεια έχει τις ρίζες στη Δ.Μακεδονία, κατάγεται από τη Σιάτιστα Ο παππούς Νικόλαος Παπαγεωργίου δούλευε ως βοηθός καπνομεσίτη και όπως γυάλιζε η φαλάκρα του (Τζιττζι) και (μπας) ως αρχηγός , ονομάστηκε Τζιτζιμπάσης.

Ευτύχησε ο Ηλίας να φοιτήσει στο Δημ. Σχολείο Δοξάτου με άριστους δασκάλους. Το Δημήτριο Ζάχαρη, τον Καπέλα, τον Παπανδρέου, την Κλεονίκη Μπούκη, τον Κοτρώτση κ.α. Στη Δράμα φοίτησε στο Γυμνάσιο. Διάβασε τα πρώτα βιβλία στο Αναγνωστήριο του Δοξάτου πίσω από την εκκλησία. Μελετούσε όλα τα χρόνια τις εκδόσεις των αρχαίων Ελληνικών κειμένων. Αναπολούσε υμτα ωραία χρόνια στο Δοξάτο, με την πλούσια Φιλαρμονική που τα  μουσικά της όργανα έρχονταν κατ’ ευθείαν από τη «Σκάλα» του Μιλάνου. Θυμόταν τα γλέντια που γίνονταν στα καπνομάγαζα και τον πλούσιο κόσμο που επισκεπτόταν το κοσμοπολίτικο τότε Δοξάτο. Ακόμη νοσταλγικά περιέγραφε την πρώτη, ίσως, επίσκεψη στην Έκθεση Θεσσαλονίκη με τις δυο παπαδιές του Δοξάτου, τη μητέρα του και του παπά-Τζώρτζη. Αυτός φορούσε γραβάτα και κρατούσε παρασόλι.

Πανήγυρη Δοξάτου

Ο γηραιότερος ή η πιο όμορφη θα έσερναν πρώτοι τον συμβολικό  χορό του Δοξάτου, τη «Γαλάζια Περιστέρα». Έσπαγαν αυγό στο μέτωπο του αλόγου που έβγαινε πρώτο στις ιπποδρομίες (για το κακό μάτι). Και συνέχιζαν με την ελληνορωμαϊκή πάλη. Θυμόταν τον Ζαγοράκη που ήταν δρομέας και έτρεχε από τα γεντίκια του Αι-Σύλλα ως το Δοξάτο. Από τους πρώτους ίσως του γρήγορου βάδην. Αναφέρθηκε στο πρώτο άθλημα της Ολυμπιάδας «το άλμα χωρίς φόρα». Το 1941 αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στο Δοξάτο οι περισσότεροι από τους οικονομικά εύρωστους και μορφωμένους Δοξατιανούς. Η Βουλγαρική κατοχή είναι όντως σκληρότερη από τη Γερμανική. Οι δύο ιερείς με τις οικογένειές τους εγκαταλείπουν τη μαρτυρική πόλη στις 13 Αυγούστου το 1941. Ταξιδεύουν με κάρο στη Δράμα και διανυκτερεύουν στο χάνι στο δωμάτιο 13. Το τραίνο που τους οδηγεί στη Θεσσαλονίκη έχει 13 βαγόνια και μένουν στο ξενοδοχείο «Άτλας» στα δωμάτια 12 και 13 αντίστοιχα.

Τυχερός αριθμός του Ηλία, που συνδέεται και με το γάμο του το «13».

Στη Θεσσαλονίκη φοίτησε στη Νομική Σχολή. Κατά το δεύτερο έτος των σπουδών του δίδασκε ως δάσκαλος σε 60 παιδιά και πληρωνόταν σε είδος: 1 ½ οκά σιτάρι από το κάθε παιδί.

Υπήρξε λάτρης της ελληνικής γλώσσας, της ιστορίας της παράδοσης και όλης της ευλογημένης αυτής χώρας. Η φύση αυτή με τα όμορφα βουνά και τα ποτάμια φανερώνουν το πλούσιο μεγαλείο. «Φλύαρο το ρυάκι που κυλά και πάει να ενωθεί με το ποτάμι που κυλά ήρεμα τα νερά του και χύνονται στη γαλάζια θάλασσα».

ΛΑΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΠΡΑΣΑΝΙΤΣΑ

Καταχωνιασμένη βαθιά στη μνήμη μου, για πολλά χρόνια, ήλθε ξαφνικά να μου θυμίσει μια  αποφράδα περίοδο της ζωής μου. Στα 1929 μια τρομακτική είδηση συντάραξε ολόκληρο τον πλανήτη. Ήταν το οικονομικό ΚΡΑΧ  της Αμερικής, ηγέτιδας οικονομικής δύναμης παγκοσμίως. Τα πάντα ανετράπησαν. Το φάσμα της φτώχιας και της εξαθλίωσης προ των πυλών. Η χώρα μας καταχρεωμένη, από της ιδρύσεώς της στα 1830, από τους «κατ’ ευφημισμόν προστάτες» και δανειστές μας , δέχτηκε καίριο οικονομικό πλήγμα. Σωστός Αρμαγεδδώνας, που οι Έλληνες τον ένιωσαν στο πετσί τους κατά το 1932. Στο χωριό μας η μονοκαλλιέργεια του καπνού, επέτεινε ακόμα περισσότερο τις δυσκολίες. Ταυτόχρονα η οικονομική δυσπραγία επέδρασε δυσμενώς ψυχικά και υλικά στους ανθρώπους. Οι αγορές των καπνών ατόνησαν και οι τιμές πώλησής των κατρακύλησαν. Τα όποια καπνοπουλήματα δεν βοήθησαν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Τα περισσότερα νοικοκυριά ήσαν καταχρεωμένα στους συνεταιρισμούς. Δεν περίσσευε δραχμή για το κιμέρι (απόθεμα). Τα τεφτέρια για τις επί πιστώσει αγορές από τα μπακάλικα αυξήθηκαν τρομαχτικά, τα χαμόγελα λιγόστεψαν κι  όλοι εύχονταν γρήγορα να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Ξεχάστηκαν τα καινούρια ρούχα και παπούτσια στις γιορτές Πάσχα και ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Ακόμα και η καθημερινότητα μας άλλαξε προς το χειρότερο. Τα πρώτα σημάδια φάνηκαν σαν αραίωσαν οι νοικοκυρές να στέλνουν τις πινακωτές με τα πλαστά (ψωμιά) στους φούρνους. Έπαψαν να μοσχομυρίζουν φούρνοι και σπίτια από το ζεστό ψωμί. Τα παιδιά στερήθηκαν τα κλίκια τους (αρτίδια-φραντζολάκια) που με τη συνοδεία θρεψίνης , μελιού μαρμελάδας, πετμεζιού, αποτελούσαν τη λιχουδιά στο δεκατιανό και το απογευματινό προσφάι τους. Ύστερα πάλι το κρέας της Κυριακής αραίωσε για τα καλά ή και ξεχάστηκε καθώς η ανέχεια περίσσευε. Στη συνέχεια έκανε την εμφάνισή της και η μπομπότα. Σαν ήταν ζεστή, η ευλογημένη, με λίγη καλή θέληση τρωγόταν μα σαν κρύωνε σκέτη κοτρώνα. Μοναχά σούπες και αφεψήματα τη μαλάκωναν. Σαν εναλλακτική λύση, ήταν το κατσαμάκι, χυλός από καλαμποκάλευρο, σερβιρισμένο ελκυστικά στην εμφάνιση με τη βοήθεια κουταλιού της σούπας, σαν μελομακάρονο ή φοινίκι, με ό, τι συνοδευτικό υπήρχε στο τραπέζι. Και να από το πουθενά  ξεπήδησε μια θαυμαστή πίτα, προϊόν επινόησης των μανάδων μας. Αντικατέστησαν τα ελλείποντα τερψιλαρύγγια με μια νέου τύπου πρασανόπιτα. Μια νέα καλαμποκόπιτα εμπλουτισμένη με πράσο. Έτσι η πρασανόπιτα σαν κρύωνε διατηρούσε τη μαλακοσιά της αρκετά καλή, λόγω των υγρών των πράσων και τρωγόταν χωρίς πολλές γκρίνιες και απόρριψη. Τώρα για την πατρότητα και πρωτιά της ΠΡΑΣΑΝΙΤΣΑΣ, δεν παίρνω όρκο, όμως θέλω να πιστεύω πως οι ηρωίδες και εφευρετικές μανάδες μας , χρησιμοποίησαν και πατινάρισαν το εύηχο και ελκυστικό όνομα ΠΡΑΣΑΝΙΤΣΑ, πετυχαίνοντας το σκοπό τους. Θαρρώ πως τις αξίζουν ευχετήριες αναφορές, ώστε ο καλός Θεός να τις έχει στα δεξιά του. Το δικαιούνται, αφού αυτές έγραψαν ένα κομμάτι της λαϊκής μας παράδοσης.

 

Το μικροκλίμα του χωριού μας σχεδόν αμετάβλητο. Τα χιόνια σκέπαζαν τη γη, γύρω στα 10-20 εκ. του μέτρου. Το κρύο αισθητό αλλά ΚΑΜΠΑΘΙΟ (υποφερτό). Οι ετήσιες βροχοπτώσεις κανονικές ώστε να διατηρείται η στάθμη του νερού σε αρκετά φρέατα (πηγάδια) από την ύδρευση το ΔΟΞΑΤΟ. Το έργο υδροδότησης του χωριού μας, από τις πηγές του ΜΠΟΥΝΑΡΜΠΑΣΙ (Κεφαλάρι)μόλις ολοκληρώνονταν. Μια κάποια μικρή παραφωνία αποτελούσε η αιφνίδια νεροποντή (μπόρα)και η χαλαζόπτωση, πλην βραχείας διάρκειας. Τότε ο χείμαρρος, αδυνατώντας να απορροφήσει τον τεράστιο όγκο του νερού έσπαγε (εκτρεπόταν ) παρά το κοιμητήριο και ξεχυνόταν φουριόζικα μέσα από το κέντρο του χωριού. Αυτό το γεγονός ξεσήκωνε πολλούς, ιδιαίτερα νεαρούς, που έτρεχαν προς την ξύλινη γέφυρα , παρά το Ηλεκτρ. Εργοστάσιο του ΠΑΠΟΥΤΣΗ, γκιζερίζοντας  (πηγαινοερχόμενοι) θαυμάζοντας τους όγκους των φερτών υλών που κατέβαζε το ξηρόρεμα και συγκεντρώνονταν κυρίως στα στηρίγματα  της γέφυρας. Γέμιζε ο τόπος από κορμούς και κλαριά δέντρων και που με το σταμάτημα της νεροποντής και της αποστράγγισης των υδάτων αρκετοί εκ των περιοίκων της περιοχής μάζευαν τα διάσπαρτα ξύλα για το χειμώνα. Η εύφορη κοιλάδα το Στρυμόνα και των παραποτάμων που δικαιολογημένα προσέδωσαν στην Ανατολ. Μακεδονία το προσωνύμιο το Τρίγωνο του Καναδά. Αναφέρθηκα στην ξύλινη γέφυρα, γιατί μια άλλη γέφυρα εκ σκυροδέματος στον ΜΠΟΤΑΚΑ (περιοχή )προς ΔΡΑΜΑ , αποτελούσαν τα ακρότατα σημεία περιπάτου των νεαρών Δοξατινών, αφού κατά περίεργο τρόπο, εξ ενστίκτου; ορμώμενοι γύριζαν στο χωριό. Πιθανόν να οφείλετο στο γεγονός  ότι από το σημείο των γεφυρών δεν ήταν ορατό το καμπαναριό τ’ Αι- Θανάση. Τι το προκαλούσε, το ένστικτο, μια κάποια ακαθόριστη ανησυχία που ξεμάκρυναν. Ανερμήνευτο. Ας σημειωθεί πως εκείνα τα χρόνια ο Δοξατινός δύσκολα έφευγε από το χωριό. Οι ελάχιστοι που έφυγαν, κυρίως για λόγους σπουδών ετύγχαναν σχετικού θαυμασμού

Μερική ΠΑΤΡΙΔΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ

Είναι ένα αφιέρωμα στα παιδιά και τα εγγόνια μας, αφού η καλπάζουσα τεχνολογική εξέλιξη του 20ου αιώνα τείνει να αλλοιώσει αρνητικά όλα  εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν τη ζωή και την εικόνα του πλανήτη- και του χωριού μας φυσικά, περιοριζόμενοι μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που δεν τον έζησαν. Το Δοξάτο με υψόμετρο μόλις τα 80 μέτρα, σφιχταγκαλιασμένο ένα γύρω από πανύψηλα βουνά και χαμένο στην όμορφη κοιλάδα του Στρυμόνα πορεύεται κάτω από την επίδραση του Ηπειρωτικού όσο και Υγρού κλίματος χωρίς έντονες κλιματικές αλλαγές. Τότε ήταν άγνωστα τα θερμοκήπια, το Ελ Νίνιο και η Τρύπα του Όζοντος. Το μικροκλίμα του χωριού μας σχεδόν αμετάβλητο. Τα χιόνια σκέπαζαν τη γη, γύρω στα 10-20 εκ. του μέτρου. Το κρύο αισθητό αλλά ΚΑΜΠΑΘΙΟ (υποφερτό). Οι ετήσιες βροχοπτώσεις κανονικές ώστε να διατηρείται η στάθμη του νερού σε αρκετά φρέατα (πηγάδια) από την ύδρευση το ΔΟΞΑΤΟ. Το έργο υδροδότησης του χωριού μας, από τις πηγές του ΜΠΟΥΝΑΡΜΠΑΣΙ (Κεφαλάρι)μόλις ολοκληρώνονταν. Μια κάποια μικρή παραφωνία αποτελούσε η αιφνίδια νεροποντή (μπόρα)και η χαλαζόπτωση, πλην βραχείας διάρκειας. Τότε ο χείμαρρος, αδυνατώντας να απορροφήσει τον τεράστιο όγκο του νερού έσπαγε (εκτρεπόταν ) παρά το κοιμητήριο και ξεχυνόταν φουριόζικα μέσα από το κέντρο του χωριού. Αυτό το γεγονός ξεσήκωνε πολλούς, ιδιαίτερα νεαρούς, που έτρεχαν προς την ξύλινη γέφυρα , παρά το Ηλεκτρ. Εργοστάσιο του ΠΑΠΟΥΤΣΗ, γκιζερίζοντας  (πηγαινοερχόμενοι) θαυμάζοντας τους όγκους των φερτών υλών που κατέβαζε το ξηρόρεμα και συγκεντρώνονταν κυρίως στα στηρίγματα  της γέφυρας. Γέμιζε ο τόπος από κορμούς και κλαριά δέντρων και που με το σταμάτημα της νεροποντής και της αποστράγγισης των υδάτων αρκετοί εκ των περιοίκων της περιοχής μάζευαν τα διάσπαρτα ξύλα για το χειμώνα. Η εύφορη κοιλάδα το Στρυμόνα και των παραποτάμων που δικαιολογημένα προσέδωσαν στην Ανατολ. Μακεδονία το προσωνύμιο το Τρίγωνο του Καναδά. Αναφέρθηκα στην ξύλινη γέφυρα, γιατί μια άλλη γέφυρα εκ σκυροδέματος στον ΜΠΟΤΑΚΑ (περιοχή )προς ΔΡΑΜΑ , αποτελούσαν τα ακρότατα σημεία περιπάτου των νεαρών Δοξατινών, αφού κατά περίεργο τρόπο, εξ ενστίκτου; ορμώμενοι γύριζαν στο χωριό. Πιθανόν να οφείλετο στο γεγονός  ότι από το σημείο των γεφυρών δεν ήταν ορατό το καμπαναριό τ’ Αι- Θανάση. Τι το προκαλούσε, το ένστικτο, μια κάποια ακαθόριστη ανησυχία που ξεμάκρυναν. Ανερμήνευτο. Ας σημειωθεί πως εκείνα τα χρόνια ο Δοξατινός δύσκολα έφευγε από το χωριό. Οι ελάχιστοι που έφυγαν, κυρίως για λόγους σπουδών ετύγχαναν σχετικού θαυμασμού. Ας πάμε όμως στην τοπική πανίδα. Στο ζωικό βασίλειο σημειώνουμε , το ΛΥΚΟ ,το ΤΣΑΚΑΛΙ. τη ΝΥΦΙΤΣΑ και το ΛΑΓΟ. Η κυρά ΜΑΡΙΩ , Η Αλεπού δεν δίσταζε να επισκέπτεται τα κοτέτσια των παράμερων σπιτιών, ιδιαίτερα κατά το χειμώνα. Ο ΛΥΚΟΣ και το ΤΣΑΚΑΛΙ αποτελούσαν τους καθαριστές από τα  ΛΕΣΙΑ(ψοφίμια) που αποσυντίθεντο στα χωράφια. Η ΝΥΦΙΤΣΑ ήταν ο τρομοκράτης και ο εξολοθρευτής ποντικών, αρουραίων και συναφών ειδών. Στους πρώτους ανήκουν οι αλήτες των αγρών αλλά και των αύλειων χώρων των σπιτιών. Τα πανέξυπνα ΣΤΡΟΥΘΙΑ(σπουργίτες), τα οικόσιτα και ελεύθερα αδηφάγα ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ, ενώ οι άφθονες ΚΑΡΓΕΣ και οι ΚΟΥΡΟΥΝΕΣ είχαν επικηρυχθεί ως επιζήμια για τη γεωργία από το ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ αντί 5 δραχμών κατά κεφαλή. Πρόκληση για τους κυνηγούς. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου! Τέλος στην κατηγορία των Ωδικών πτηνών αφθονούσαν οι Καρδερίνες , τα Γαρδέλια , οι Φλώροι, οι Φανέτες , οι Σπίνοι και οι Σιταρήθρες. Δε ν υπήρχε σπίτι χωρίς κλουβί με το αγαπημένο τους πουλί. Ξεχωριστή ομάδα ήταν η σκερτσόζα ΣΕΙΣΟΠΥΓΙΔΑ (Σουσουράδα)και ο καλλικέλαδος ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ η εμφάνισή τους προμηνούσε τον ερχομό ψύχους. Τέλος στα αποδημητικά είχαμε τους μόνιμους αγαπημένους επισκέπτες τα ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ και τους ΛΕΡΓΟΥΣ ωφέλιμα και τα δυο, με τις περίτεχνες φωλιές τους κάτω από γεισώματα των σπιτιών για τα πρώτα και στους  ΜΠΟΥΧΑΡΙΔΕΣ(καπνοδόχους) των ακατοίκητων σπιτιών , στους στύλους της ΔΕΗ και τα υψηλά δέντρα για τους δεύτερους. Ιδιαίτερη μνεία κάνω για τα διερχόμενα αποδημητικά, κυρίως ΠΑΠΙΕΣ –ΧΗΝΕΣ γιατί προκαλούσαν τους κυνηγούς και όχι τυχαία. Επιστράτευαν τους ΤΣΙΦΤΕΔΕΣ (δίκαννα) τα μονόκαννα και τις ταχύβολες ιταλικές ΜΠΕΡΕΤΕΣ. Πρώτος τρόπος κυνηγιού το ΓΚΙΟΛΙ (υδατοδεξαμενή). Διαμόρφωση μικρού χώρους στο ανάχωμα, ενός –δυο ατόμων με άνοιγμα προς το νερό σαν παρατηρητήριο. Ο περίφημος ΓΚΙΟΥΜΕΣ . Δυο-τρεις φλύαρες οικόσιτες πάπιες , δεμένες να παίζουν τον κράχτη για τα υπεριπτάμενα αποδημητικά , που κουρασμένα και πεινασμένα από το πολύωρο ταξίδι τους, ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα  , ανυποψίαστα για το τί τους περίμενε στο ΓΚΙΟΛΙ. Άλλος τρόπος και πιο άνετος σαν πήγαιναν στα παραποτάμια ΤΣΑΙΡΙΑ (χορτολίβαδα)όπου οι αδημονούντες ΝΕΜΡΩΔ είχαν την ευκαιρία για «πυρομαδον» και πλούσια λεία. Δικαιολογημένα επέστρεφαν στο χωριό , νικητές και τροπαιούχοι, ζωσμένοι με αρμάθες πουλιών. Η ενέργειά τους αυτή δεν ήταν απερίσκεπτη, απλό hobby .τα σμήνη των πουλιών «εν ριπή οφθαλμού» εξαφάνιζαν στρέμματα σπαρτών, που μόλις βλάσταιναν. Στην κυριολεξία τα ΞΥΡΙΖΑΝ, καταστρέφοντας τη σοδειά . μόνο ντοκιμαντέρ του NATIONAL GEOGRAPHIC θα μπορούσε να σας πείσει. Δυστυχώς τα παιδιά κι εγγόνια μας . θα αρκεστούν σε φωτογραφίες, μια που η πανίδα άλλαξε , όπως όλα επί της γης υπάρχοντα.

Ηλίας Τσιτσιμπάσης

 

Αγαπητοί συμπατριώτες καλώς να έχετε, με την υγεία πρώτα. Θέτω υπό την κρίση σας τα δύο συνημμένα γραφήματά  μου για την εφημεριδούλα μας.

1ο ανέκδοτο

Πατέρας με τους δυο εφήβους γιους του, τέλειωσαν το σπάσιμο των καπνοφύλλων και πριν ο ήλιος βγει τα είχαν τακτοποιήσει στο κοφίνι, έτοιμοι για το σπίτι. Απρόσμενα ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια τους. Έμειναν με το στόμα ανοιχτό, καθώς αντίκρισαν ένα διπλανό αεροπλάνο, σε σχήμα σταυρού να περνά πάνω τους με κατέυθυνση το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Μπαντέμ-Τσιφλίκι (Αμυγδαλεώνας). Απορημένα τα παιδιά ή και πονηρά σκεπτόμενα, θέλοντας να πειράξουν τον αγαθό και ανίδεο πατέρα τους, τον ρώτησαν. Πατέρα τι σόι πετούμενο είναι αυτό; Κι ο πατέρας ξύνοντας το κεφάλι του  τους απάντησε: «Τι να σας πω παιδιά μου, τόσο χρονώ είμαι, τέτοιο πράμα δεν ματαείδα. Λέω εγώ τώρα και να με συμπαθάτε. Πως είναι λαγός 100 χρονώ και κάνει το σάλτο του ή είναι ο Τίμιος Σταυρός και μας ευλογάει». Αγαθοσύνη , πονηριά, αμάθεια, σαρκασμός ή όλα μαζί, κι από τις δύο μεριές; Η στόχευση, ο σκοπός τους πέτυχε. Γέλια ασυγκράτητα με αποτέλεσμα την εκτόνωση από το στρες της κόπωσης και της νύστας. Για χρόνια κυκλοφορούσε στο χωριό, γιατί κι η φτώχια θέλει καλοπέραση με δημιουργούς τους ίδιους τους καλαμπουρτζήδες-χωρατατζήδες και αυτοσαρκαζόμενους Δοξατινούς-.

ΛΑΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΠΡΑΣΑΝΙΤΣΑ

Καταχωνιασμένη βαθιά στη μνήμη μου, για πολλά χρόνια, ήλθε ξαφνικά να μου θυμίσει μια παρόμοια αποφράδα περίοδο της ζωής μου. Στα 1929 μια τρομακτική είδηση συντάραξε ολόκληρο τον πλανήτη. Ήταν το οικονομικό ΚΡΑΧ  της Αμερικής, ηγέτιδας οικονομικής δύναμης παγκοσμίως. Τα πάντα ανετράπησαν. Το φάσμα της φτώχιας και της εξαθλίωσης προ των πυλών. Η χώρα μας καταχρεωμένη, από της ιδρύσεώς της στα 1830, από τους «κατ’ ευφημισμόν προστάτες» και δανειστές μας , δέχτηκε καίριο οικονομικό πλήγμα. Σωστός Αρμαγεδώνας, που οι Έλληνες τον ένιωσαν στο πετσί τους κατά το 1932. Στο χωριό μας η μονοκαλλιέργεια του καπνού, επέτεινε ακόμα περισσότερο τις δυσκολίες. Ταυτόχρονα η οικονομική δυσπραγία επέδρασε δυσμενώς ψυχικά και υλικά στους ανθρώπους. Οι αγορές των καπνών ατόνησαν και οι τιμές πώλησής των κατρακύλησαν. Τα όποια καπνοπουλήματα δεν βοήθησαν τους οικογενειακού προϋπολογισμούς. Τα περισσότερα νοικοκυριά ήσαν καταχρεωμένα στους συνεταιρισμούς. Δεν περίσσευε δραχμή για το κιμέρι (απόθεμα). Τα τεφτέρια για τις επί πιστώσει αγορές από τα μπακάλικα αυξήθηκαν τρομαχτικά, τα χαμόγελα λιγόστεψαν κι  όλοι εύχονταν γρήγορα να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Ξεχάστηκαν τα καινούρια ρούχα και παπούτσια στις γιορτές Πάσχα και ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Ακόμα και η καθημερινότητα μας άλλαξε προς το χειρότερο. Τα πρώτα σημάδια φάνηκαν σαν αραίωσαν οι νοικοκυρές να στέλνουν τις πινακωτές με τα πλαστά (ψωμιά) στους φούρνους. Έπαψαν να μοσχομυρίζουν φούρνοι και σπίτια από το ζεστό ψωμί. Τα παιδιά στερήθηκαν τα κλίκια τους (αρτίδια-φραντζολάκια) που με τη συνοδεία θρεψίνης , μελιού μαρμελάδας, πετμεζιού, αποτελούσαν τη λιχουδιά στο δεκατιανό και το απογευματινό προσφάι τους. Ύστερα πάλι το κρέας της Κυριακής αραίωσε για τα καλά ή και ξεχάστηκε καθώς η ανέχεια περίσσευε. Στη συνέχεια έκανε την εμφάνισή της και η μπομπότα. Σαν ήταν ζεστή, η ευλογημένη, με λίγη καλή θέληση τρωγόταν μα σν κρύωνε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου