Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ομιλία της συμβούλου των φιλολόγων Δράμας κ. Χριστίνας Βαμβούρη στο Δοξάτο- 28 Σεπτεμβρίου 2014

Η εκπαιδευτική πολιτική Βουλγάρων, κατά την Τρίτη βουλγαρική κατοχή, 1941-1944, στο πλαίσιο του αφελληνισμού των κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας
Οι αλυτρωτικές βλέψεις της Βουλγαρίας για τη Μακεδονία χρονολογούνται από την εποχή της εθνογένεσής της και τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, η γείτων είχε αρχίσει να οραματίζεται έξοδο στο Αιγαίο, με την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, το 1878, που έθεσε τέλος στο Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο. Η συνθήκη προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε μεγάλη αυτόνομη Ηγεμονία από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και από τη Μαύρη θάλασσα μέχρι τον Δρίνο ποταμό, περιλάμβανε, δηλαδή, εκτός από τη σημερινή Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία, τη Δυτική Θράκη, τη Μακεδονία (με το λιμένα της Καβάλας), μέχρι τη γραμμή Καστοριάς - Βέροιας πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής και τις λίμνες Πρέσπες και Αχρίδα. Οι όροι αυτοί δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, αφού την ίδια χρονιά τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη του Βερολίνου με την οποία τα εδάφη της Βουλγαρίας περιορίστηκαν σε μια έκταση από το Δούναβη μέχρι τον Αίμο. Παρά ταύτα, επιμένοντας στις επιδιώξεις της, η γείτων ξεκίνησε από τις αρχές του 20ού αιώνα έναν ακήρυχτο πόλεμο με την Ελλάδα για τον έλεγχο της περιοχής που εξελίχθηκε στο Μακεδονικό Αγώνα.
Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν τον αρχικό τους στόχο, δηλαδή, την έξοδό τους στο Αιγαίο και την εκδίωξη των Ελλήνων από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη µέ κάθε µέσο και κορυφαίο όλων την επιβολή του λιµού. Και στις τρεις κατοχές του 1912, του 1916 και του 1941, χιλιάδες κόσµος πέθανε από την πείνα, ενώ τη φρίκη και το θάνατο έζησαν οι Έλληνες που µεταφέρθηκαν ως εργάτες για καταναγκαστική εργασία, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Βουλγαρία.
Τον Απρίλιο του 1941, η Βουλγαρία, έχοντας προσχωρήσει στο ναζιστικό στρατόπεδο, έλαβε ως ανταμοιβή το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, δηλαδή, η περιοχή από τον Στρυμόνα έως τον Έβρο, εκτός από 3/4 του νομού Έβρου, η Θάσος και η Σαμοθράκη.
Οι κατακτητές αμέσως ενσωμάτωσαν διοικητικά την περιοχή στην «Περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας» ή «Αιγαίου» (Μπελομόριε) της βουλγαρικής επικράτειας. Ενώ, όμως, κατά την ιταλική, και γερμανική κατοχή οι κατακτητές αναγνώριζαν ότι βρίσκονται σε ξένη χώρα ως δύναμη κατοχής, οι Βούλγαροι προπαγάνδιζαν ότι βρίσκονται σε «απελευθερωμένο βουλγαρικό έδαφος» και ότι δεν κατέλαβαν, αλλά απελευθέρωσαν βουλγαρικό εθνικό έδαφος με αδύναμο βουλγαρικό πληθυσμό, λόγω της προηγηθείσας πολιτικής εξελληνισμού από το ελληνικό κράτος. Η νέα κατοχή υπήρξε ακομη βαρύτερη από τις προηγούμενες, καθώς ο ελληνισμός της περιοχής βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν επιθετικό επεκτατισμό, που διεκδικούσε «αποκατάστασιν της εθνικής ενότητος της Βουλγαρίας».
Οι Βούλγαροι στόχευσαν πρωτίστως στην εκπαίδευση, μέσω της οποίας φιλοδοξούσαν να αφελληνίσουν τους πληθυσμούς και να τους παρουσιάσουν στο μέλλον ως αμιγώς βουλγαρικούς. Προς τούτο, από τις πρώτες ενέργειές τους ήταν να ιδρύσουν βουλγαρικά σχολεία, αντικαθιστώντας τα ελληνικά. Πολλοί γονείς για να μην περιφέρονται τα παιδιά τους στους επικίνδυνους δρόμους, τα έστελναν στα βουλγαρικά σχολεία, όταν όμως αντιλαμβάνονταν ότι η Ιστορία και η Γεωγραφία διδάσκονταν με έντονη ανθελληνικότητα, διέκοπταν τη φοίτησή τους. Εξάλλου, τα παιδιά δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα επειδή γίνονταν στα βουλγαρικά.
Μέσω των μαθημάτων, των τραγουδιών και των ποιημάτων και με τη διοργάνωση εορτών και παρελάσεων, οι δάσκαλοι προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν βουλγαρική συνείδηση στους μικρούς μαθητές τους. Κατόπιν τούτων, η μαθητική διαρροή των Ελληνοπαίδων αυξανόταν συνεχώς.. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, σε αρκετές περιπτώσεις, προκειμένου να μη μείνουν τα παιδιά αγράμματα, εγγράματοι ενήλικες οργάνωναν κρυφά, παράνομα μαθήματα, όπου τους μάθαιναν γραφή, ιστορία και ανάγνωση αν και: «Παρακολουθείτο και η κατ’ οίκον διδασκαλία κι εδιώκοντο διδάσκοντες και διδασκόμενοι ελληνικά. Και όμως, πολλοί έκαμναν το έργο του κρυφού σχολείου. Εδίδασκαν όλοι ό, τι και όσον μπορούσαν».

Όσοι είχαν φοιτήσει για λιγότερο ή περισσότερο καιρό στα βουλγαρικά σχολεία θυμούνται ότι κάθε πρωί έψαλλαν τον εθνικό ύμνο της Βουλγαρίας, προσευχή και τραγούδια για Βούλγαρους ήρωες. Πολλοί θυμούνται, επίσης, ότι τους δίδασκαν πως ο Κύριλλος, ο Μεθόδιος και ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Βούλγαροι και η Βουλγαρία είναι μια μεγάλη χώρα που φτάνει μέχρι το Αιγαίο.

Πιστοί στις επιταγές και τις επιδιώξεις της πατρίδας τους, οι Βούλγαροι απομάκρυναν τα αντιδραστικά και ζωηρά στοιχεία, δηλαδή, τους δασκάλους και ιερείς, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν ή και να καθοδηγούν το λαό και μεριμνούσαν για την ίδρυση όλο και περισσότερων βουλγαρικών σχολείων. Τις ενέργειές τους αυτές τις είχαν εντάξει στην προσπάθειά τους να φέρουν ξανά σε επαφή τους «σκλαβωμένους για χρόνια αδελφούς τους» με τη μητρική τους βουλγαρική γλώσσα και τον πολιτισμό.
  Ως προς το σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής, η «Ενιαία Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αιγαίου ή Άσπρης Θάλασσας» εντάχθηκε στην 4η Εκπαιδευτική Περιοχή, η οποία περιλάμβανε τις περιφέρειες: Στάρα Ζαγκόρα, Φιλιπππούπολης (Πλόβντιβ) και Αιγαίου.
Κέντρο της ενιαίας εκπαιδευτικής Περιφέρειας ορίστηκε η Ξάνθη, έδρα του Περιφερειακού Σχολικού Επιθεωρητή και περιλάμβανε τους νομούς Δράμας, Καβάλας, Σερρών, Ξάνθης και Κομοτηνής, με πρωτεύουσες τις αντίστοιχες πόλεις, στις οποίες διορίστηκαν τοπικοί Επιθεωρητές. Αυτοί φρόντιζαν για την παρακολούθηση της εκπαιδευτικής ζωής και τη βελτίωσή της.
Οι Επιθεωρητές επιφορτίστηκαν με το καθήκον της κατάρτισης πινάκων με στοιχεία για τη λειτουργία των σχολείων και της καταγραφής όλων των κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων των σχολικών κτηρίων, δηλαδή, καταστήματα, ορυζώνες, χωράφια, αυλές, έγγραφα και λοιπό εξοπλισμό. Σκοπός αυτής της ενέργειας ήταν «η προστασία από σπατάλες και φθορές». Μεταξύ των άλλων καθηκόντων τους ήταν η καταγραφή λαϊκών τραγουδιών από τις νεοαπελευθερωμένες περιοχές, τα οποία «κινδύνευαν να εξαφανιστούν από τις αλλοιώσεις που είχαν υποστεί από την πολύχρονη σερβική, ελληνική και ρουμανική κατοχή και επιρροή».
Όμως, όλο αυτό το ενδιαφέρον ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική που ακολούθησαν στη συνέχεια, δηλαδή, την καταστροφή μνημείων και μεταφορά ολόκληρων βιβλιοθηκών στη Σόφια. Ακόμη, από τα ελληνικά σχολεία άρπαξαν χάρτες, βιβλία, συλλογές ταριχευμένων ζώων, προπλάσματα για τη βιολογία, εικόνες, όργανα φυσικής και χημείας, έπιπλα, γραφεία και θρανία, ρολόγια, ραδιόφωνα ακόμη και τετράδια. Ιδιαίτερη επιμονή έδειχναν στον εντοπισμό βιβλίων θρησκευτικού περιεχομένου και τόμων της εγκυκλοπαίδειας Πυρσός, τα οποία μετέφεραν στη Βουλγαρία. Τα σχολικά εγχειρίδια και όποια άλλα βιβλία ανακάλυπταν σε σπίτια, γραφεία και σχολικά κτήρια, τα έκαιγαν. Πολλά κειμήλια που έγιναν βορά στις ορέξεις των κατακτητών εκτίθενται σήμερα σε μουσεία της Βουλγαρίας, ενώ ελάχιστα έχουν επιστραφεί. Ευτυχώς, όμως, παρά το φόβο, και τις απειλές, οι κάτοικοι κατάφεραν να κρύψουν και να διασώσουν βιβλία και κειμήλια. Αυτά βρίσκονται σήμερα στα σπίτια των απογόνων τους και καλό θα ήταν να συγκεντρωθούν, να αξιοποιηθούν και να εκτεθούν, ώστε να διατρανώνεται η ελληνικότητα της περιοχής, σε απάντηση σε βλέψεις των κάθε λογής γειτόνων μας.  
Οι προσπάθειες αύξησης του αριθμού των σχολείων έφερε καρπούς: Τον Ιούνιο του 1942, λειτουργούσαν στην Περιφέρεια Αιγαίου 128 δημοτικά σχολεία, με 9647 μαθητές και 252 δασκάλους. Την επόμενη χρονιά τα σχολεία έφτασαν στα 173 και ο αριθμός των δασκάλων σε 390. Λειτούργησαν, επίσης, 24 προγυμνάσια, με 1374 μαθητές. Το 1944, ιδρύθηκαν 6 μικτά γυμνάσια στην Κομοτηνή, τη Δράμα την Καβάλα, τις Σέρρες και την Αλεξανδρούπολη.
Για να επιταχυνθεί ο εκβουλγαρισμός, των κατοίκων το βουλγαρικό υπουργείο Παιδείας επέτρεψε την εισαγωγή στη βασική εκπαίδευση αναλφάβητων ενηλίκων ‘Βουλγάρων’, ειδικά από τις περιοχές της Θράκης και του Αιγαίου οι οποίοι «είχαν υποστεί την πικρή μοίρα να μείνουν αφώτιστοι και ξένοι απέναντι στη μητρική βουλγαρική γλώσσα, ενώ το έθνος τους είχε δώσει τα φώτα του πολιτισμού σε 400 εκατομμύρια ανθρώπους. Όμως, η Βουλγαρία δεν ανταμείφθηκε. Αντίθετα, οι γείτονες Σλάβοι και Έλληνες καρπώθηκαν ‘αμιγώς βουλγαρικά εδάφη’, από τα αρχαία ακόμη χρόνια, δημιουργώντας αδίκως μεγάλα κράτη. Το αποτέλεσμα ήταν οι βουλγαρικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν σ’ αυτά τα εδάφη και ιδιαίτερα στη Θράκη και τα νησιωτικά μέρη της Άσπρης Θάλασσας, να έχουν αποξενωθεί από την πατρίδα τους τις τελευταίες δεκαετίες, αφού Σέρβοι και Έλληνες είχαν χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να επιτύχουν τον αποβουλγαρισμό τους. Γι’ αυτό, πρώτο καθήκον των δασκάλων ήταν να τονώσουν το φρόνημα των Βουλγάρων της περιοχής που είχαν υποφέρει πολλά, δε γνώριζαν τη βουλγαρική γλώσσα και γραφή και είχαν σχεδόν ελληνοποιηθεί». Προκειμένου να βοηθήσουν τους ανθρώπους αυτούς να γνωρίσουν το βουλγαρικό πολιτισμό, οι δάσκαλοι θα έπρεπε να επιλέξουν μεθόδους διδασκαλίας ανάλογες με τις δυνατότητες των ενηλίκων μαθητών για την εκμάθηση της βουλγαρικής γλώσσας και γραφής και να αποφεύγουν κουραστικές ομιλίες και διαλέξεις. Με λαϊκά τραγούδια και μύθους, άρθρα από εφημερίδες, εικόνες και γελοιογραφίες, θα προχωρούσαν σταδιακά και αποτελεσματικά στη γνώση της βουλγαρικής γλώσσας και γραφής και στη μελέτη της βουλγαρικής λογοτεχνίας. Στην προσπάθειά τους θα βοηθούσαν και η διοργάνωση θεατρικών παραστάσεων, μικρών τοπικών θεατρικών ομάδων και χορωδιών, η προβολή κινηματογραφικών ταινιών, η παροχή οδηγιών για αγροτικά, κτηνοτροφικά, οικονομικά κ. ά. ζητήματα, οι επισκέψεις στα σπίτια για παροχή κάθε είδους βοήθειας: ξεκόκισμα καλαμποκιού, παστάλιασμα καπνών, τρύγος των αμπελιών κ.λ.π., καθώς και η διοργάνωση σεμιναρίων στα οποία θα ενημέρωναν τους κατοίκους για τη φροντίδα των καρποφόρων δέντρων, των αμπελώνων, των μελισσοκομείων κλπ. Επειδή, όμως, για τους περισσότερους ενήλικες η παρακολούθηση των μαθημάτων ήταν αδύνατη, αφού δούλευαν, οργανώθηκαν βραδινοί κύκλοι μαθημάτων βουλγαρικής Ιστορίας, Γεωγραφίας και Πολιτισμού.
Ως επιβράβευση για τη σπουδαία προσφορά των δασκάλων και για την απρόσκοπτη συνέχιση του έργου τους, δόθηκαν αυξήσεις στους μισθούς τους, ενώ όσοι δάσκαλοι παρέμειναν στις θέσεις τους το καλοκαίρι του 1942 για να βοηθήσουν τους κατοίκους στις ασχολίες τους, επιδοτήθηκαν με 50% του μισθού τους.  
        Ακόμη, λίγο πριν από τη λήξη της σχολικής χρονιάς 1941-1942, διοργανώθηκε σεμινάριο για 260 δασκάλους που υπηρετούσαν σε σχολεία της Άσπρης Θάλασσας, με στόχο την επιμόρφωση και την τόνωση του φρονήματος τους. Ο περιφερειακός επιθεωρητής στο χαιρετισμό του αναφέρθηκε στις δραστηριότητες της προηγούμενης χρονιάς για τη διαφώτιση των κατοίκων των νεοαπελεθερωμένων περιοχών και εξήρε τις προσπάθειες των δασκάλων να «γιατρέψουν και να στερεώσουν το πληγωμένο από τις βιαιότητες των Ελλήνων και Σέρβων κατακτητών πνεύμα των ανθρώπων αυτών». Μετά τη λήξη του, 160 από τους επιμορφωθέντες συμμετείχαν σε δύο επισκέψεις στο Λιμένα Θάσου και στους Φιλίππους, «την αρχαία αυτή πόλη, όπου πολλές φορές οι ατρόμητοι Βούλγαροι στρατιώτες του Συμεών, του Καλογιάν, του Ιβάν Ασέν του δεύτερου διασταύρωσαν τα σπαθιά τους με αυτά του περήφανου Βυζαντίου για να κατοχυρώσουν το αιώνιο βουλγαρικό δικαίωμα της επικοινωνίας με τα παράλια της Άσπρης Θάλασσας».
Οι επιδιώξεις εκβουλγαρισμού των κατοίκων των νεοαπελευθερωμένων περιοχών και κυρίως των παιδιών καθίστανται έκδηλες και από την απόφαση του βουλγαρικού υπουργείου Παιδείας να διευκολύνει τους μαθητές αυτών των περιοχών με περικοπή της ύλης στα μαθήματα της Ιστορίας, της Γεωγραφίας και της βουλγαρικής Γλώσσας και την αναγνώριση ως προαγωγικού, του χρόνου, ο οποίος είχε χαθεί λόγω του πολέμου και για το διάστημα από τις 28 Οκτωβρίου 1940, μέχρι τον Απρίλιο του 1941 για τους υποψηφίους φοιτητές. Ακόμη, οι «Βούλγαροι» της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, οι οποίοι πριν από τον πόλεμο φοιτούσαν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, θα μπορούσαν να αποκτήσουν απολυτήριο με εξετάσεις στη βουλγαρική Ιστορία, Γεωγραφία και Γλώσσα.
Ο έλεγχος της εκπαίδευσης είναι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για την αφύπνιση του πνεύματος, αλλά και για τη χειραγώγησή του. Στη χειραγώγηση της παιδείας, προσβλέπουν πολλές φορές οι κατακτητές. Γνωρίζοντάς το καλά αυτό οι Βούλγαροι στόχευαν στον εφελληνισμό του πληθυσμού με τη μεταστροφή της εκπαίδευσης προς τη βουλγαρική γλώσσα και κουλτούρα.
Από όσα προαναφέρθηκαν, γίνεται φανερό ότι η Βουλγαρία, σε πλήρη αντίφαση με την επίσημη ρητορική της «...περί τηρήσεως απολύτου ισότητος και δικαιοσύνης έναντι του πληθυσμού...», προετοίμαζε μέσω της αποδυνάμωσης, της απομάκρυνσης, της εξόντωσης, της «βουλγαροποίησης» του πληθυσμού και της τελικής αλλοίωσης της εθνολογικής του σύνθεσης, την οριστική προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, για να επικρατήσει στη χερσόνησο του Αίμου. Παρά τις έντονες και συνεχείς προσπάθειές τους, όμως, και παρά τις θηριωδίες τους στο Δοξάτο και σε άλλες περιοχές, δεν κατάφεραν να σβήσουν τον ελληνισμό. Αντίθετα, ευνοήθηκε η εμφάνιση και η δράση αντιστασιακών ομάδων, που έδρασαν εναντίον αυτών που θέλανε την Ελλάδα ένα κουφάρι χωρίς ψυχή, ένα λουλούδι χωρίς μυρωδιά.
Σήμερα, με το πέρασμα 73 ετών από το ολοκαύτωμα του Δοξάτου και την ωριμότητα που φέρνει ο χρόνος  εγείρεται το ερώτημα: Να θυμόμαστε ή να ξεχνάμε;
Ή να θυμόμαστε αλλά και να προχωρούμε μέσα στην Ιστορία μας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου