Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Εργασία μαθητών ΓΕΛ Δοξάτου 1984-1987 για μνήμες από τη Μικρά Ασία- με υπεύθυνο καθηγητή τον Γιάννη Κωνσταντούδη -Ηλίας Δοξατινός

 

Εργασία μαθητών  ΓΕΛ Δοξάτου 1984-85

«τί σήμαινε για αυτούς ο ξεριζωμός» απάντησαν όλοι με τα ίδια λόγια, με τον ίδιο λυπημένο τόνο.

Δεν υπάρχουν λόγια που θα μπορούσαν να περιγράψουν τις στιγμές εκείνες . Δεν υπάρχουν φράσεις που να δείχνουν τα αισθήματα που νιώσαμε τότε.

Ξαφνικά μας σκότωναν, ξαφνικά μας ξερίζωναν, ξαφνικά γινόμασταν ξένοι ανάμεσα σε ξένους δίχως γη, δίχως πατρίδα, δίχως φίλους , δίχως οικογένεια. Τα ιδανικά μας , τα όνειρά μας , η περιουσία μας γίνονταν από τη μια στιγμή στην άλλη κουρέλια, μπρος στα μάτια μας. Μερικοί είχαν το θάρρος  κι έμειναν

Να πεθάνουν εκεί που γεννήθηκαν , να νιώσουν το χώμα της Πατρίδας να σκεπάζει τα κόκκαλά τους .

 Εμείς καταφέραμε να ξεφύγουμε , δεν ξέραμε, ήμασταν παιδιά. Παρόλα αυτά όμως είμαστε Έλληνες και μας πήγαιναν στην Ελλάδα. Ήταν και αυτό κάτι, μια παρηγοριά , στον πόνο μας , μια ελπίδα στις αμφιβολίες μας. Είναι αλήθεια πως τρέφαμε ελπίδες , αυτό όμως δεν εμπόδισε τον πόνο και την πείνα να σημαδέψουν οριστικά και αμετάκλητα την ψυχή και τα όνειρά μας. Και είναι παράξενο πως μέσα από την φρίκη του πολέμου μπορέσαμε να γλιτώσουμε, πως μετά από τόσο πόνο και εξάντληση καταφέραμε να φτιάξουμε κάτι. Τώρα όμως όλα αυτά έχουν περάσει καλύτερα να μην τα θυμόμαστε.

 Αυτά ήταν τα μοναδικά λόγια που καταφέραμε να αποσπάσουμε από τους κουρασμένους αυτούς ανθρώπους που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα βρέθηκαν αντιμέτωποι με χιλιάδες βάσανα, που ξάφνου βρέθηκαν σε ξένη!!!γη, που δίχως να καταλάβουν έγιναν πρόσφυγες.

Ο ξεριζωμός από τις χαμένες πατρίδες –όσο μακρινός κι αν φαίνεται – στάθηκε ορόσημο στη ζωή αυτών των ανθρώπων και θα τους συνοδεύει πάντα.

Μα το πρόβλημα των κατοίκων της Μ. Ασίας δεν απασχόλησε μόνο αυτούς . Αποτέλεσε και ένα βαρύτατο πλήγμα και για την Ελλάδα.

Η φτωχή χώρα μας δέχτηκε ενάμιση εκατομμύριο λιμοκτονούντες πρόσφυγες , και αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει χιλιάδες πρόσθετα προβλήματα.

Προβλήματα που θα λυνότανε με μεγάλες θυσίες των κατοίκων της . μα δεν ήταν και λίγες οι περιπτώσεις  που οι Έλληνες δεν ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν τα αδέλφια τους που πονούσαν. Δεν ήθελαν να προσφέρουν την βοήθειά τους για να κλείσει το μεγάλο τραύμα της χώρας τους». .

 Και σα να μην έφτανε η τόση δυστυχία μας, είχαμε γίνει και αντικείμενα περιέργειας. Κάθε τόσο μας έρχονταν περίεργοι επισκέπτες, ιδίως μερικοί νεαροί να δουν τους πρόσφυγες και πρώτα-πρώτα τις προσφυγοπούλες. Ανάμεσα στους επισκέπτες και κάποτε-κάποτε μερικοί που έρχονταν μας έφερναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.

 Πάντα ξυπνούν οι βαθιά θαμμένες μα ολοζώντανες, φοβερές κι ανατριχιαστικές παιδικές θύμησες. Να, εκεί, που όσο περνούν τα χρόνια, γυρίζει ο νους πολλές φορές σε όλα εκείνα που έζησε κανείς και τα θυμάται ένα-ένα, με τα κύρια και καταλυτικά γεγονότα, χωρίς να τα ‘χει αμαυρώσει ο χρόνος, με τις εικόνες των ζωηρές και ανεξίτηλες, γεγονότα και εικόνες που σημάδεψαν τη ζωή των όσων τα έζησαν και τις είδαν. Ακόμα εκεί που διαβάζεις κείμενα για τη Μικρασία, εκεί που αναζητάς στον όποιο χάρτη δεις τα παράλια της Μικρασίας, τον τόπο που γεννήθηκες με τα νησιά μας απέναντι. Και σε κάθε πια επέτειο, ατόφιες μπροστά σου οι σκηνές, οι γιομάτες δέος και ανατριχίλα θανάτου, οι σκηνές του βασανισμού, του βιασμού και της ατίμωσης, βαθιά χαραγμένες και άσβεστες.

Η πονεμένη μορφή της χαροκαμένης μάνας, η ορφάνια, τα πονεμένα παιδικά πρόσωπα, είναι ό,τι απόμεινε από εκείνη την εποχή του διωγμού και μετά για πολλά κατοπινά χρόνια. Και μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κύκλο του φονικού, της καταστροφής και του ξεριζωμού, άσβεστη και ζωντανή η απέραντη άφθαρτη μνήμη.

Εκείνες τις πρώτες νύχτες ο ύπνος δεν μας έπαιρνε. Ήταν φοβερές, σαν να ξαναζούσαμε τα όσα μαρτύρια ζήσαμε πριν από λίγες μέρες. Η έντονη και έμμονη θύμησή τους μας έριχναν σε μια αβάσταχτη θλίψη που κορυφωνόταν με το ασίγαστο κλάμα της μάνας. Οι νύχτες ήταν φοβερές. Οι δυνατοί άνεμοι χτυπούσαν μέρα-νύχτα τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τα παραθύρια

Όλα πια είχαν τελειώσει. Κι ο πατέρας ουσιαστικά χαμένος κι ο αδελφός κοντά μας, ευτυχώς γερός. Η προσφυγιά έχει τους δικούς της νόμους. Ν’ αποζητά ο ξεριζωμένος από τον πατρογονικό τόπο του να ριζοβολήσει για να ξαναστεριώσει με όσα δεινά κι αν πέρασε. Το πρόβλημα της επιβίωσης αμείλιχτο για μία οικογένεια με τέσσερα ανήλικα, χωρίς σπίτι, χωρίς κανένα πόρο, χωρίς γνωστούς και φίλους, ξένοι και πάρα πολλές φορές χωρίς καμία κατανόηση ή και συμπαράσταση σε αυτή τη δοκιμασία από τους συνανθρώπους τους.

Γι’ αυτό κι η προσφυγιά μάς οδήγησε, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, σε άλλους τόπους

http://www.liako.gr/news/images/stories/massacred.jpg

Το δίλημμα μετά την πρώτη προσφυγιά

Έτσι κι έγινε στη Μικρασία, στα ξακουστά ελληνικά παράλια της. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που άρχισε το 1914, άγγιξε από τις πρώτες του μέρες εκείνους τους τόπους. Κι οι πάτριοι εκείνοι τόποι με τη σφύζουσα ελληνική πνοή και πίστη άδειασαν. Ο αλλόθρησκος εχθρός σκόρπισε τους πληθυσμούς των Χριστιανών κατοίκων στην Ελλάδα. Προσφυγιά κάπου έξι χρόνια. Κι’ ύστερα ξαναγύρισμα στις Πατρίδες. Μύριοι κόποι να ξαναναστηθεί στους πατρογονικούς τόπους η ζωή.

Στα Αλάτσατα, μία μικρή κωμόπολη με 15.000 κατοίκους Έλληνες και ελάχιστους Τούρκους, που βρίσκεται στη χερσόνησο Ερυθραίας, δυτικά της Σμύρνης, και σε απόσταση 70 χλμ., είχε φθάσει εκείνο τον Αύγουστο του 1922 ο απόηχος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, στο μέτωπο της Μικρασίας. Ημέρα με την ημέρα βάραινε πάνω σε όλους τους κατοίκους το φοβερό προαίσθημα της επερχόμενης συμφοράς. Μία αβεβαιότητα ανάμικτη με τρόμο σκέπαζε το χωριό, όπως έλεγαν τη μικρή τους κωμόπολη οι κάτοικοί της, όσο πλήθαιναν τα νέα του μετώπου που κατέρρεε. Οι κάτοικοι, μπροστά στ’ αποκαρδιωτικά μηνύματα της υποχώρησης του στρατού μας και της καθόδου των διαβόητων Τσετών και του Τουρκικού Στρατού, που μαζί απλώνονταν αιμοχαρείς, νικηφόροι και εκδικητές προς τη Σμύρνη και τα παράλια, αντιμετώπιζαν το παράλογο δίλημμα να μείνουν στον τόπο τους, στην πατρίδα, ή να την αφήσουν πάλι και να φύγουν στην ξενιτιά.

Στη μικρή αυτή πολιτειούλα ήταν πολύ ζωντανά τα πατριωτικά αισθήματα των κατοίκων της και βαθιά η χριστιανική πίστη τους. Ήταν αφέλεια ακόμα και η σκέψη να μείνουν. Κι όμως ο καημός και τα βάσανα της πρώτης προσφυγιάς, κι ύστερα το ξαναζωντάνεμα της πατρίδας, να, η αιτία του διλήμματος. Οι χριστιανοί ήταν σχεδόν το σύνολο των κατοίκων. Ελάχιστες οι τουρκικές οικογένειες, γι’ αυτό και πολύ λίγοι κάτοικοι ήξεραν την τουρκική γλώσσα.

Στο γυρισμό, στα 1920, ύστερα από τον πρώτο διωγμό στα 1914, όσοι γύρισαν στην πατρίδα είχαν ξαναδημιουργήσει τα νοικοκυριά τους. Ξανακαλλιέργησαν την καρπερή γη της πατρίδας, ξαναστόλισαν τις εκκλησίες τους, αποτελείωσαν και τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Κάτω Χωριό και τον στύλωσαν ωραίο κι επιβλητικό. Η σταφίδα γέμισε και πάλι τα σπίτια, τα χέρσα χωράφια με τα σπαρτά και τα καρποφόρα δέντρα ομόρφυναν όπως πριν τον τόπο τους. Το εμπόριο με τη Σμύρνη ξανάρχισε και η ζωή είχε βρει ξανά τον ήρεμο ρυθμό της, με τις καινούργιες εμπειρίες της προσφυγιάς μα και της προόδου.

Μαζεμένα πλάι της και πιασμένα από τη φούστα της, συνεχίσαμε, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο εκείνων των πρώτων ημερών του Σεπτέμβρη, το δρόμο για τον Τσεσμέ. Πεινασμένοι, ρακένδυτοι, άυπνοι, συντρίμμια, σερνόμασταν. Η μάνα δεν είχε αποχωριστεί από τις πρώτες μέρες της συμφοράς την κάπως μεγάλη εικόνα της Υπαπαντής που είχαμε στο εικονοστάσι του σπιτιού μας. Την είχε σκεπάσει μ’ ένα τραπεζομάντιλο και τη φύλαγε όλες εκείνες τις μέρες, έχοντάς την κρυμμένη πότε εδώ και πότε εκεί. Την είχε σαν τα μάτια της. Όσο είχε την έγνοια για μας, άλλο τόσο και για την Παναγιά. Κι όσο ήμασταν στο σπίτι του παππού κι ύστερα στην εκκλησιά κλεισμένοι, δεν έδινε βάρος για τη φύλαξή της. Τώρα όμως στην πορεία, ήταν δύσκολο το έργο της μάνας. Είχε στην αγκαλιά το μωρό, τη μικρή μας αδελφούλα, μαζί και την εικόνα. Ο δρόμος μακρύς και η κούραση έλυνε τα γόνατα. Όταν πια είχε αποκάμει από την κούραση, κοντοστάθηκε. Δίνει στο πιο μεγάλο αδέρφι, τον Γιαννάκη μας, να κρατήσει για λίγο το μωρό κι εκείνη γρήγορα-γρήγορα σκύβει και απιθώνει τη σκεπασμένη εικόνα στο πλαϊνό χαντάκι. Γονατίζει, σταυροκοπιέται και την ασπάζεται. Τη σκεπάζει όσο πιο καλά γίνεται κι ύστερα με δακρυσμένα μάτια, ολολύζοντας σα να ‘χε απέναντί της την ίδια την Παναγιά, μονολογάει: «Παναγιά μου, συγχώρεσέ με, ή το παιδί μου πρέπει ν’ αφήσω ή Εσένα». Ξανάκανε το σταυρό της, ξαναπήρε το μωρό στην αγκαλιά της και συνεχίσαμε το δρόμο.

Ύστερα από μια κουραστική πορεία τριών και πλέον ωρών, διψασμένοι, κατάκοποι και με ματωμένα τα πόδια, φτάσαμε στον Τσεσμέ. Μας μάζεψαν στις εκκλησίες. Το δικό μας μπουλούκι το σπρώξανε στον πολιούχο του Τσεσμέ, τον Άγιο Χαράλαμπο. Εκεί που μας πήγαιναν, πριν μπούμε στην εκκλησιά, είδα χάμω στα βοτσαλάκια ένα μικρούτσικο βιβλιαράκι μ’ ένα σταυρό ζωγραφισμένο στο εξώφυλλό του. Έσκυψα το πήρα και το έχωσα στην τσέπη μου. Ήταν μια ιερή σύνοψη. Θυμάμαι αργότερα στη Μυτιλήνη, σημείωσα στο τελευταίο λευκό φύλλο του: «Ιερό ενθύμιο των αλησμόνητων ημερών του διωγμού μας, 12 Σεπτεμβρίου 1922» και το όνομά μου από κάτω. Αυτό το μικρό ενθύμιο το έχω πάντα στη βιβλιοθήκη μου. Ξεφυλλίζοντάς το, να μπροστά μου μια-μια οι φοβερές κι αξέχαστες εκείνες ημέρες.

Οι φοβερές νύχτες με τις θυμίσεις των Τσετών και οι μέρες αγωνίας

Εκείνες τις πρώτες νύχτες ο ύπνος δεν μας έπαιρνε. Ήταν φοβερές, σαν να ξαναζούσαμε τα όσα μαρτύρια ζήσαμε πριν από λίγες μέρες. Η έντονη και έμμονη θύμησή τους μας έριχναν σε μια αβάσταχτη θλίψη που κορυφωνόταν με το ασίγαστο κλάμα της μάνας. Οι νύχτες ήταν φοβερές. Οι δυνατοί άνεμοι χτυπούσαν μέρα-νύχτα τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τα παραθύρια. Τις νύχτες ήταν που ολοζώντανες οι μνήμες ξανάφερναν μπροστά μας τους Τσέτες, τη δύστυχη γειτόνισσα με το μικρό της γιο, τους ξυλοδαρμούς του παππού, της γιαγιάς, της μάνας με το μωρό που θέλησαν να σφάξουν. Κάθε κτύπος στις πόρτες και στα παράθυρα απ’ τους αέρηδες μάς ανατάραζε όλους, μικρούς και μεγάλους. Σα να ήταν ν’ ανεβούν οι Τσέτες. Κατατρομαγμένα, ιδίως εμείς τα μικρά, ζαρώναμε το ένα πάνω στο άλλο. Όλα μα όλα όσα ζήσαμε, τα ξαναζούσαμε. Ήταν τόσο ζωντανές στη φαντασία μας όλες εκείνες οι σκηνές, οι βασανισμοί, ο βιασμός κι ο θρήνος, το αλαφιασμένο βλέμμα και τα δάκρυα του μικρού που τρέμοντας έπεσε στην αγκαλιά της πονεμένης μάνας του σαν γύρισε από τα χαλάσματα, η θέα της πρησμένης μέσα στο αμπάρι θείας Γιασεμής, το ματωμένο σεντόνι που σκέπαζε το θείο Τζώρτζη.

Οι μέρες περνούσαν χωρίς να ξέρουμε πού θα εγκατασταθούμε και τι θ’ απογίνουμε. Τα λιγοστά τρόφιμα που μας χορηγούσαν και η ευσπλαχνία που έδειχναν οι Καρλοβασίτες, δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες μας. Πάσχιζαν ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα πηγαίνοντας στο Καρλόβασι να μάθουν τι μας μέλλεται, αν θα μέναμε, αν θα φεύγαμε πάλι και προς πού. Κι ακόμα αν μπορούσαν να δουλέψουν πουθενά για να συντηρηθούμε. Όμως ο τόπος ήταν μικρός και δουλειές δεν υπήρχαν. Έτσι στερημένα περνούσε εκείνος ο καιρός. Και σα να μην έφτανε η τόση δυστυχία μας, είχαμε γίνει και αντικείμενα περιέργειας. Κάθε τόσο μας έρχονταν περίεργοι επισκέπτες, ιδίως μερικοί νεαροί να δουν τους πρόσφυγες και πρώτα-πρώτα τις προσφυγοπούλες. Ανάμεσα στους επισκέπτες και κάποτε-κάποτε μερικοί που έρχονταν μας έφερναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.

Κι άρχισε να μας διηγείται τις ατέλειωτες ιστορίες της φοβερής εκείνης αιχμαλωσίας. Τις ολοήμερες πορείες, το γδύσιμο από τα ρούχα και τα παπούτσια τους. Το σχίσιμο, το γδάρσιμο των ποδιών, την αφόρητη καθημερινή πείνα και δίψα. Και κει στο δρόμο του Γολγοθά τους, κάθε τόσο κι αραίωνε η φάλαγγά τους από όσους έμεναν πίσω, που δεν τους ξανάβλεπαν. Η άφατη, η απέραντη αγωνία όταν ξεδιάλεγαν οι Τούρκοι χωρικοί όσους ήθελαν για να κορέσουν το μίσος τους, ήταν μια καθημερινή δοκιμασία που τους παρέλυε. Τα τσουβάλια, που ήταν το κοινό ρούχο όλων των αιχμαλώτων, γιομάτο από την ψείρα, κι από το χτύπημά τους με την πέτρα για να λυτρωθούν από το μαρτύριό της, είχε καταντήσει ένας σκληρός κετσές που σκέπαζε χειμώνα-καλοκαίρι το βασανισμένο κορμί. Το ξεθέωμα στους δρόμους, μέσα στο χιόνι το χειμώνα και κάτω από το λιοπύρι το καλοκαίρι, με το σπάσιμο της πέτρας για χαλίκι. Το ξεφόρτωμα από τα τραίνα των τσουβαλιών με λογής-λογής περιεχόμενο. Την καθημερινή εξάντληση κι από πάνω το μαστίγωμα για όσους έπεφταν λιπόθυμοι.

Τα Τουρκιά στο Αξάρι, στο Ικόνιο, στο Αϊδίνι που μαζεύονταν στο πέρασμα των αιχμαλώτων κι ο καταβασανισμός τους με πετροβολητό, με φτυσίματα, με ξυλοδαρμούς, κι ακόμα οι σκοτωμοί εκεί στις ξέρες που τους τραβούσαν. Για τις αρρώστιες; Πως τους θέριζε η δυσεντερία κι ο τύφος. Πως όσοι αρρώσταιναν έμεναν στο δρόμο όπου τους αποτελείωναν. Για το μαρτύριο της δίψας μέσα στο κατακαλόκαιρο, που δεν τους άφηναν περνώντας από πηγές να πιουν νερό και πως τους άφηναν να πέφτουν στα βαλτονέρια κι ύστερα οι θανατεροί πόνοι της κοιλιάς, ο τύφος και στο τέλος ο μαρτυρικός θάνατος. Η καθημερινή πίκρα για το χάσιμο των συντρόφων που άφηναν το κουφάρι των για βορά στα όρνια και στα τσακάλια.

Μία δίχρονη βασανιστική πορεία χωρίς καμιά προσωπικότητα, ένα ασκέρι μισόγυμνων βασανισμένων ανθρώπων. Κι ήταν θείο δώρο όταν Τούρκοι χωρικοί ξεδιάλεγαν όσους ήθελαν για να τους πάρουν για δουλείες και αγγαρείες. Κι όταν κάθε τόσο σταματούσαν τα κοπάδια αυτών των ανθρώπων που σέρνονταν χωρίς κανένα οίκτο για να σπάνε το χαλίκι, για να ξεφορτώνουν και να κουβαλούν φορτία ολόκληρα στις πλάτες, να, κατέφθαναν οι αχόρταγοι κανίβαλοι Τσέτες κι οι Εφέδες τους, εκεί στους υπαίθριους καταυλισμούς, περικύκλωναν τη φάλαγγα και ορμούσαν στο πανάθλιο πλήθος των αιχμαλώτων χριστιανών.

Δεν ήθελαν μόνο να σκοτώσουν, ήθελαν να βασανίσουν, ήθελαν ακόμα να εκτονωθούν πάνω στα βασανισμένα κορμιά, να κορέσουν τα πάθη των. Κι όσες γυναίκες έτυχε να συμπορεύονται με τους άνδρες των και τα παιδιά τους, αφού τις βίαζαν μπροστά τους, στο τέλος τις ξεκοίλιαζαν. Μέσα στις κοπριές των ζώων χωμένοι, προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα κορμιά τους.

Ναι, διαβάζοντας ύστερα από χρόνια το «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη, ήταν σαν μία επανάληψη των όσων ο αδελφός μας εξιστορούσε εκείνες τις πρώτες μα και τις κατοπινές ημέρες. Σελίδες ολόκληρες δεν παράλλαζαν από τις αφηγήσεις του αδελφού. Στο τέλος κάθε αφήγησης η μάνα αναστέναζε κι ανέβαινε στα χείλη της το χιλιοειπωμένο: Ας όψονται οι αίτιοι.

Όλα πια είχαν τελειώσει. Κι ο πατέρας ουσιαστικά χαμένος κι ο αδελφός κοντά μας, ευτυχώς γερός. Η προσφυγιά έχει τους δικούς της νόμους. Ν’ αποζητά ο ξεριζωμένος από τον πατρογονικό τόπο του να ριζοβολήσει για να ξαναστεριώσει με όσα δεινά κι αν πέρασε. Το πρόβλημα της επιβίωσης αμείλιχτο για μία οικογένεια με τέσσερα ανήλικα, χωρίς σπίτι, χωρίς κανένα πόρο, χωρίς γνωστούς και φίλους, ξένοι και πάρα πολλές φορές χωρίς καμία κατανόηση ή και συμπαράσταση σε αυτή τη δοκιμασία από τους συνανθρώπους τους.

Γι’ αυτό κι η προσφυγιά μάς οδήγησε, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, σε άλλους τόπους. Κι ο μεγάλος αδελφός, που γύρισε από τη δίχρονη θανατερή πορεία ως τα βάθη της Μικρασίας, να τώρα, μοναδικός προστάτης της απορφανισμένης οικογένειάς μας.

Το υλικό μάζεψαν και επεξεργάστηκαν οι τότε μαθητές και μαθήτριες :

Κοβογλανίδου Δέσποινα, Κυριακάκης Νικόλαος, Κολυβά Σωτηρία, Ιωαννίδου Σταματία στο μάθημα ιστορίας με τον καθηγητή Γιάννη Κωνσταντούδη

συνέχεια από τα προηγούμενα φύλλα

 

Να πεθάνουν εκεί που γεννήθηκαν , να νιώσουν το χώμα της Πατρίδας να σκεπάζει τα κόκκαλά τους . Εμείς καταφέραμε να ξεφύγουμε , δεν ξέραμε, ήμασταν παιδιά. Παρόλα αυτά όμως είμαστε Έλληνες και μας πήγαιναν στην Ελλάδα. Ήταν και αυτό κάτι, μια παρηγοριά , στον πόνο μας , μια ελπίδα στις αμφιβολίες μας. Είναι αλήθεια πως τρέφαμε ελπίδες , αυτό όμως δεν εμπόδισε τον πόνο και την πείνα να σημαδέψουν οριστικά και αμετάκλητα την ψυχή και τα όνειρά μας. Και είναι παράξενο πως μέσα από την φρίκη του πολέμου μπορέσαμε να γλιτώσουμε, πως μετά από τόσο πόνο και εξάντληση καταφέραμε να φτιάξουμε κάτι. Τώρα όμως όλα αυτά έχουν περάσει καλύτερα να μην τα θυμόμαστε.

 

Αυτά ήταν τα μοναδικά λόγια που καταφέραμε να αποσπάσουμε από τους κουρασμένους αυτούς ανθρώπους που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα βρέθηκαν αντιμέτωποι με χιλιάδες βάσανα, που ξάφνου βρέθηκαν σε ξένη γη, που δίχως να καταλάβουν έγιναν πρόσφυγες.

Ο ξεριζωμός από τις χαμένες πατρίδες –όσο μακρινός κι αν φαίνεται – στάθηκε ορόσημο στη ζωή αυτών των ανθρώπων και θα τους συνοδεύει πάντα.

Μα το πρόβλημα των κατοίκων της Μ. Ασίας δεν απασχόλησε μόνο αυτούς . Αποτέλεσε και ένα βαρύτατο πλήγμα και για την Ελλάδα.

Η φτωχή χώρα μας δέχτηκε ενάμιση εκατομμύριο λιμοκτονούντες πρόσφυγες , και αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει χιλιάδες πρόσθετα προβλήματα.

Προβλήματα που θα λυνότανε με μεγάλες θυσίες των κατοίκων της . μα δεν ήταν και λίγες οι περιπτώσεις  που οι Έλληνες δεν ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν τα αδέλφια τους που πονούσαν. Δεν ήθελαν να προσφέρουν την βοήθειά τους για να κλείσει το μεγάλο τραύμα της χώρας τους.

Ας δούμε όμως πως είδαν την συμπεριφορά των Ελλήνων οι ίδιοι οι πρόσφυγες.

Ο  Σάββας Αγιακατζόγλου μας απάντησε . Σε εμένα προσωπικά φέρθηκαν καλά. Ήμουν ορφανός και μαζί με άλλα ορφανά παιδιά μας πήγαν στο ορφανοτροφείο του Ζαππείου. Στο ορφανοτροφείο αυτό είμαστε 3.000 παιδιά και δεν ξέραμε καθόλου ελληνικά. Πάνω σ’ αυτό οι  ντόπιοι έδειξαν αυστηρότητα. Δηλαδή, μας έβαλαν νούμερα και απαγόρευσαν να μιλάμε τουρκικά. Αν παραβαίναμε τον κανόνα τρώγαμε ξύλο. Έτσι θέλοντας και μη μέσα σε 15 ημέρες είχαμε αρχίσει να συνεννοούμαστε.

 

Η Στέλλα Κοσκερίδου θυμάται. Ανεβήκαμε στο καράβι «Άγιος Νικόλαος» και φύγαμε για την Ελλάδα. Μετά από πολλές ημέρες ταξίδι φτάσαμε σε ελληνική γη, στην Κέρκυρα. Μείναμε εκεί 6 ολόκληρους μήνες . Οι ντόπιοι Έλληνες δεν μας ήθελαν. Όταν μας έβλεπαν, έβριζαν τον Βενιζέλο που μας έφερε στα μέρη τους. Όταν κατεβήκαμε στον Πειραιά περάσαμε 5 ημέρες στην καραντίνα, όπου μας κούρεψαν, μας έβαλαν να κάνουμε μπάνιο, και έβρασαν τα ρούχα μας, έπρεπε όπως μας είπαν να φύγουν οι ψείρες. Μόνη μας παρηγοριά ήταν που βρισκόμασταν πια στην Ελλάδα.

Η Κυριακάκη Δάφνη λέει. Στην Ελλάδα όταν φτάσαμε βρήκαμε μερικούς συγγενείς μας από την Ανατολική Ρωμυλία. Τότε υπήρχαν και Τούρκοι εκεί. Μια ελληνική επιτροπή όρισε να πάνε σε κάθε τουρκικό σπίτι και μερικά άτομα. Αργότερα μας βοήθησαν περισσότερο, μας έδωσαν χωράφια να σπείρουμε, και γενικά ζούσαμε καλά, ακόμη και μέχρι τη στιγμή που διώξανε τους Τούρκους από την Ελλάδα.

Ο κος Θόδωρος λέει. Οι βασιλικοί δεν μας ήθελαν καθόλου. Μόλις μας έβλεπαν έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Αντίθετα οι βενιζελικοί μας υποστήριζαν, σε μας τα παιδιά έδιναν κασέλες για να γυαλίζουμε παπούτσια. Μ΄ άλλα λόγια μας πρόσφεραν δουλειά, δίχως να θέλουν να μας εκμεταλλευτούν. Οι παλιότεροι λούστροι δεν μας συμπαθούσαν καθόλου και συνεχώς μας έδιωχναν. Γενικά όμως μας δέχτηκαν καλά στην Ελλάδα. Μας έδιναν συσσίτια. Μας μόρφωσαν, μας βοήθησαν. Μέχρι και συνοικισμούς μας έκαναν.

Τέλος ο Αντρέας Κούλας έχει αρκετά να μας πει, γιατί ήταν στο πρώτο καράβι που έφτασε στη Σάμο. Μόλις φτάσαμε στη Σάμο και ετοιμαζόμασταν να κατεβούμε έτρεξαν οι ντοπιοι και μας εμπόδισαν. Μας φώναζαν Τουρκόφωνους και μας θεώρησαν πηγή βρωμιάς και δυστυχίας. Εμείς παρακαλούσαμε , ήμασταν άνθρωποι και έπρεπε να μας βοηθήσου. Αυτοί μας φώναζαν να γυρίσουμε πίσω, αδιαφορώντας για την τύχη μας. Απελπισμένοι ξεκινήσαμε. Οι γυναίκες φοβήθηκαν . Θέλησαν να πέσουν στη Θάλασσα. Με τίποτα δεν ήθελαν να ξανασυναντήσουν την φρίκη που μόλις είχαν αφήσει πίσω τους. Γυρίζαμε απελπισμένοι γύρω από το ίδιο μέρος. Λίγο αργότερα ξαναπήγαμε στη Σάμο. Αυτή την φορά μας δέχτηκαν. Στην αρχή μας βάλανε στις αποθήκες , αλλά εμείς ήμασταν ευχαριστημένοι. Όσοι είχαν τίποτα συγγενείς εκεί τους περιποιήθηκαν. Σε ένα χρόνο είχαμε φτιάξει κιόλας κάτι. Άρχισαν να μας φέρονται όπως θα ταίριαζε στα αδέλφια τους. ¨οχι δεν έχουμε παράπονα. Αν μάλιστα σκεφτούμε τις ταραχές που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα τότε μπορώ να πω πως ότι έκαμαν ήταν σωστά καμωμένο. Όμως και εμείς -οι πρόσφυγες- πολλές φορές δημιουργούσαμε φασαρίες. Σε λίγο καιρό είχαμε πάει ο καθένας στο μέρος όπου και ρίζωσε για πάντα. Αυτά μας είπαν οι πρόσφυγες .

Εμείς αν και Έλληνες πιστεύουμε πως η στάση των Ντόπιων Ελλήνων ήταν λιγάκι σκληρή. ίσως να τους δικαιολογεί -όπως είπε και ένας από αυτούς τους γέρους το γεγονός ότι στην Ελλάδα τότε υπήρχαν αρκετές πολιτικές ταραχές και δεν ήταν κατάλληλες πι προϋποθέσεις για να φροντίσουν όπως έπρεπε τα αδέλφια τους Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα ήταν μια φτωχή χώρα και η συντήρηση και διαμονή ενός τόσο μεγάλου πληθυσμού ήταν πράγματι προβληματική. Αλλά παράλληλα με όλα αυτά, η όλη υπόθεση είχε και κάποιο θετικό στοιχείο. Γιατί Η Ελλάδα όταν απαλλάχτηκε από το τουρκικό στοιχείο-αργότερα με την ανταλλαγή των πληθυσμών-κατάφερε να αποκτήσει εθνική ομοιογένεια και ενότητα, γεγονός που της επέτρεψε να αναπτυχθεί οικονομικά και να ανυψωθεί ηθικά ώστε να μπορέσει πλέον να συνεχίσει αδιάσπαστη τον ιστορικό της βίο.

Στο τέλος αυτής της εργασίας γράψαμε τους στίχους ενός τραγουδιού που θέλησαν να μας πούνε δύο από τους ανθρώπους με τους οποίους μιλήσαμε, η Στέλλα Κοσκερίδου και ο Σάββας Αγιακτζόγλου. Το τραγούδι αυτό το έλεγαν οι Τούρκοι στους Έλληνες καθώς τους έβλεπαν να φεύγουν με τα καράβια.

Αγκυράν ντασινά μπαχ

γκιοσλεριμίν γιασινά μπαχ

μπιζ γιονανά γεσίε ντοσντουχ

σου φελεϊν ειδινέ μπαχ

 

Που πάει να πει:

Της Άγκυρας την πέτρα κοίτα

και στα μάτια μας το δάκρυ κοίτα.

Εμείς στην Ελλάδα αιχμάλωτοι πέσαμε

Ξέρει ο Θεός τη δουλειά του.

 

Τ ο μόνο που μένει σ’ εμάς είναι να

ευχαριστήσουμε για την βοήθειά τους

τους κουρασμένους πρόσφυγές μας.

 

Ηλίας

 

Είναι ένα αφιέρωμα στα παιδιά και τα εγγόνια μας, αφού η καλπάζουσα τεχνολογική εξέλιξη του 20ου αιώνα τείνει να αλλοιώσει αρνητικά όλα  εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν τη ζωή και την εικόνα του πλανήτη- και του χωριού μας φυσικά, περιοριζόμενοι μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που δεν τον έζησαν. Το Δοξάτο με υψόμετρο μόλις τα 80 μέτρα, σφιχταγκαλιασμένο ένα γύρω από πανύψηλα βουνά και χαμένο στην όμορφη κοιλάδα του Στρυμόνα πορεύεται κάτω από την επίδραση του Ηπειρωτικού όσο και Υγρού κλίματος χωρίς έντονες κλιματικές αλλαγές. Τότε ήταν άγνωστα τα θερμοκήπια, το Ελ Νίνιο και η Τρύπα του Όζοντος. Το μικροκλίμα του χωριού μας σχεδόν αμετάβλητο. Τα χιόνια σκέπαζαν τη γη, γύρω στα 10-20 εκ. του μέτρου. Το κρύο αισθητό αλλά ΚΑΜΠΑΘΙΟ (υποφερτό). Οι ετήσιες βροχοπτώσεις κανονικές ώστε να διατηρείται η στάθμη του νερού σε αρκετά φρέατα (πηγάδια) από την ύδρευση το ΔΟΞΑΤΟ. Το έργο υδροδότησης του χωριού μας, από τις πηγές του ΜΠΟΥΝΑΡΜΠΑΣΙ (Κεφαλάρι)μόλις ολοκληρώνονταν. Μια κάποια μικρή παραφωνία αποτελούσε η αιφνίδια νεροποντή (μπόρα)και η χαλαζόπτωση, πλην βραχείας διάρκειας. Τότε ο χείμαρρος, αδυνατώντας να απορροφήσει τον τεράστιο όγκο του νερού έσπαγε (εκτρεπόταν ) παρά το κοιμητήριο και ξεχυνόταν φουριόζικα μέσα από το κέντρο του χωριού. Αυτό το γεγονός ξεσήκωνε πολλούς, ιδιαίτερα νεαρούς, που έτρεχαν προς την ξύλινη γέφυρα , παρά το Ηλεκτρ. Εργοστάσιο του ΠΑΠΟΥΤΣΗ, γκιζερίζοντας  (πηγαινοερχόμενοι) θαυμάζοντας τους όγκους των φερτών υλών που κατέβαζε το ξηρόρεμα και συγκεντρώνονταν κυρίως στα στηρίγματα  της γέφυρας. Γέμιζε ο τόπος από κορμούς και κλαριά δέντρων και που με το σταμάτημα της νεροποντής και της αποστράγγισης των υδάτων αρκετοί εκ των περιοίκων της περιοχής μάζευαν τα διάσπαρτα ξύλα για το χειμώνα. Η εύφορη κοιλάδα το Στρυμόνα και των παραποτάμων που δικαιολογημένα προσέδωσαν στην Ανατολ. Μακεδονία το προσωνύμιο το Τρίγωνο του Καναδά. Αναφέρθηκα στην ξύλινη γέφυρα, γιατί μια άλλη γέφυρα εκ σκυροδέματος στον ΜΠΟΤΑΚΑ (περιοχή )προς ΔΡΑΜΑ , αποτελούσαν τα ακρότατα σημεία περιπάτου των νεαρών Δοξατινών, αφού κατά περίεργο τρόπο, εξ ενστίκτου; ορμώμενοι γύριζαν στο χωριό. Πιθανόν να οφείλετο στο γεγονός  ότι από το σημείο των γεφυρών δεν ήταν ορατό το καμπαναριό τ’ Αι- Θανάση. Τι το προκαλούσε, το ένστικτο, μια κάποια ακαθόριστη ανησυχία που ξεμάκρυναν. Ανερμήνευτο. Ας σημειωθεί πως εκείνα τα χρόνια ο Δοξατινός δύσκολα έφευγε από το χωριό. Οι ελάχιστοι που έφυγαν, κυρίως για λόγους σπουδών ετύγχαναν σχετικού θαυμασμού. Ας πάμε όμως στην τοπική πανίδα. Στο ζωικό βασίλειο σημειώνουμε , το ΛΥΚΟ ,το ΤΣΑΚΑΛΙ. τη ΝΥΦΙΤΣΑ και το ΛΑΓΟ. Η κυρά ΜΑΡΙΩ , Η Αλεπού δεν δίσταζε να επισκέπτεται τα κοτέτσια των παράμερων σπιτιών, ιδιαίτερα κατά το χειμώνα. Ο ΛΥΚΟΣ και το ΤΣΑΚΑΛΙ αποτελούσαν τους καθαριστές από τα  ΛΕΣΙΑ(ψοφίμια) που αποσυντίθεντο στα χωράφια. Η ΝΥΦΙΤΣΑ ήταν ο τρομοκράτης και ο εξολοθρευτής ποντικών, αρουραίων και συναφών ειδών. Στους πρώτους ανήκουν οι αλήτες των αγρών αλλά και των αύλειων χώρων των σπιτιών. Τα πανέξυπνα ΣΤΡΟΥΘΙΑ(σπουργίτες), τα οικόσιτα και ελεύθερα αδηφάγα ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ, ενώ οι άφθονες ΚΑΡΓΕΣ και οι ΚΟΥΡΟΥΝΕΣ είχαν επικηρυχθεί ως επιζήμια για τη γεωργία από το ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ αντί 5 δραχμών κατά κεφαλή. Πρόκληση για τους κυνηγούς. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου! Τέλος στην κατηγορία των Ωδικών πτηνών αφθονούσαν οι Καρδερίνες , τα Γαρδέλια , οι Φλώροι, οι Φανέτες , οι Σπίνοι και οι Σιταρήθρες. Δε ν υπήρχε σπίτι χωρίς κλουβί με το αγαπημένο τους πουλί. Ξεχωριστή ομάδα ήταν η σκερτσόζα ΣΕΙΣΟΠΥΓΙΔΑ (Σουσουράδα)και ο καλλικέλαδος ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ η εμφάνισή τους προμηνούσε τον ερχομό ψύχους. Τέλος στα αποδημητικά είχαμε τους μόνιμους αγαπημένους επισκέπτες τα ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ και τους ΛΕΡΓΟΥΣ ωφέλιμα και τα δυο, με τις περίτεχνες φωλιές τους κάτω από γεισώματα των σπιτιών για τα πρώτα και στους  ΜΠΟΥΧΑΡΙΔΕΣ(καπνοδόχους) των ακατοίκητων σπιτιών , στους στύλους της ΔΕΗ και τα υψηλά δέντρα για τους δεύτερους. Ιδιαίτερη μνεία κάνω για τα διερχόμενα αποδημητικά, κυρίως ΠΑΠΙΕΣ –ΧΗΝΕΣ γιατί προκαλούσαν τους κυνηγούς και όχι τυχαία. Επιστράτευαν τους ΤΣΙΦΤΕΔΕΣ (δίκαννα) τα μονόκαννα και τις ταχύβολες ιταλικές ΜΠΕΡΕΤΕΣ. Πρώτος τρόπος κυνηγιού το ΓΚΙΟΛΙ (υδατοδεξαμενή). Διαμόρφωση μικρού χώρους στο ανάχωμα, ενός –δυο ατόμων με άνοιγμα προς το νερό σαν παρατηρητήριο. Ο περίφημος ΓΚΙΟΥΜΕΣ . Δυο-τρεις φλύαρες οικόσιτες πάπιες , δεμένες να παίζουν τον κράχτη για τα υπεριπτάμενα αποδημητικά , που κουρασμένα και πεινασμένα από το πολύωρο ταξίδι τους, ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα  , ανυποψίαστα για το τί τους περίμενε στο ΓΚΙΟΛΙ. Άλλος τρόπος και πιο άνετος σαν πήγαιναν στα παραποτάμια ΤΣΑΙΡΙΑ (χορτολίβαδα)όπου οι αδημονούντες ΝΕΜΡΩΔ είχαν την ευκαιρία για «ΠΥΡΟΜΑΔΟΝ» και πλούσια λεία. Δικαιολογημένα επέστρεφαν στο χωριό , νικητές και τροπαιούχοι, ζωσμένοι με αρμάθες πουλιών. Η ενέργειά τους αυτή δεν ήταν απερίσκεπτη, απλό hobby .τα σμήνη των πουλιών «εν ριπή οφθαλμού» εξαφάνιζαν στρέμματα σπαρτών, που μόλις βλάσταιναν. Στην κυριολεξία τα ΞΥΡΙΖΑΝ, καταστρέφοντας τη σοδειά . μόνο ντοκιμαντέρ του NATIONAL GEOGRAPHIC θα μπορούσε να σας πείσει. Δυστυχώς τα παιδιά κι εγγόνια μας . θα αρκεστούν σε φωτογραφίες, μια που η πανίδα άλλαξε , όπως όλα επί της γης υπάρχοντα.

Ηλίας Τσιτσιμπάσης

 

 

1 σχόλιο:

  1. Κατάλογος Μικρασιατικών Συλλόγων https://2022mikra-asia.blogspot.com

    Είναι πλέον πολλοί οι μικρασιατικοί σύλλογοι που παίρνουν θέση στο ερώτημα
    2022
    Έτος Προσφυγικής Μνήμης
    ή Έτος Μικρασιατικού Ελληνισμού;
    Οι (έως τώρα) Μικρασιατικοί Σύλλογοι ζητούν το 2022 να ανακηρυχθεί:
    49 σύλλογοι ως -> Έτος Μικρασιατικού Ελληνισμού
    1 σύλλογος -> Έτος Ξεριζωμού Μικρασιατών 1922-2022
    3 σύλλογοι -> Έτος Μικρασιατικού και Ανατολικοθρακιωτικου Ελληνισμού
    1 σύλλογος -> Έτος Προσφυγικής Μνήμης
    4 σύλλογοι -> Μικρασιατικής Μνήμης
    1 σύλλογος -> Ελληνισμού της Ανατολής
    1 σύλλογος -> Μικρασιατών και Γενοκτονία τους
    1 σύλλογος -> επετειακό για τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή
    Περισσότερα εδώ: Ένωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας https://www.facebook.com/groups/299688290162971

    Στις επόμενες μέρες αναμένονται πολλοί περισσότεροι. Οι Μικρασιατικοί Σύλλογοι που βγήκαν μπροστάρηδες ενημερώνουν για αυτή την πρωτοβουλία και εμείς γινόμαστε αρωγοί στη προσπάθεια τους.

    Οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για διορθώσεις και επικαιροποίηση στοιχείων είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτες.
    https://2022mikra-asia.blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή